- Πελοπόννησος
- I
Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’ (παραλία Κυλλήνης) και 23°31’ (ακρωτήριο Σκύλαιο Αργολίδας). Έχει έκταση 21.439,192 τ. χλμ. και διοικητικά χωρίζεται σε 7 νομούς: Αργολίδας, Αρκαδίας, Αχαΐας, Ηλείας, Κορινθίας, Λακωνίας, Μεσσηνίας, από αυτούς οι νομοί Αχαΐας και Ηλείας υπάγονται στην περιφέρεια δυτικής Ελλάδας, ενώ οι υπόλοιποι στην περιφέρεια Πελοποννήσου.Μορφολογία, γεωλογία. Mέχρι την εποχή των αλπικών πτυχώσεων, ολόκληρη σχεδόν η Π. ήταν σκεπασμένη από τη θάλασσα, εκτός από την κρυσταλλοπαγή μάζα του κεντρικού της τμήματος, δηλαδή τα κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα της Κυλλήνης, του Ταϋγέτου και του Πάρνωνα, που πάντα προεξείχαν από τη θάλασσα. Κατά τις αλπικές πτυχώσεις, και ειδικότερα κατά τις νεοαλπικές, που χρονολογούνται από το ολιγόκαινο περίπου μέχρι τα μέσα του μειόκαινου, η Π. αναδύθηκε ολόκληρη από τη θάλασσα και αποτέλεσε μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα μια ενιαία χερσόνησο (Αιγηίς). Τότε σχηματίστηκαν και οι Ελληνικές οροσειρές, συνέχεια των οποίων θεωρούνται και τα δυτικά όρη της Π. Κατά την περίοδο αυτή των πτυχώσεων, μια μεγάλη εγκάρσια διάρρηξη από το Ιόνιο προς το Αιγαίο δημιούργησε τα ταφροειδή βυθίσματα του Πατραϊκού, του Κορινθιακού και του Σαρωνικού κόλπου, τα οποία χώρισαν από τη Στερεά Ελλάδα την Π., η οποία έγινε έτσι νησί ανάμεσα στο Ιόνιο πέλαγος στα Δ και στο Μυρτώο πέλαγος στα A. Αργότερα, κατά το πλειόκαινο, ενώθηκε με τη Στερεά Ελλάδα με μια στενή λωρίδα γης, τον ισθμό της Κορίνθου, και μετατράπηκε σε χερσόνησο. Η μεταγενέστερη ηλικία του ισθμού αποδεικνύεται από τα μεταλπικά, νεογενή ιζήματά του. Μια σειρά ρήγματα, κάθετα προς την ακτογραμμή, προκάλεσαν στη συνέχεια εγκατακρημνίσεις τμημάτων ξηράς δημιουργώντας έτσι τους κόλπους της Μεσσηνίας, της Λακωνίας και της Αργολίδας, μετά τα οποία η Π. πήρε το τελικό χαρακτηριστικό σχήμα πλατανόφυλλου. Τα πολλά υδάτινα ρεύματα, που έρρεαν κατά την έννοια των διαρρήξεων, μετέφεραν τα υλικά της διάβρωσης των ορέων και τα απέθεταν στις θαλάσσιες λεκάνες, ενώ ανοδικές κινήσεις γύρω από τον κυρίως ορεινό κορμό είχαν ως αποτέλεσμα να αποσυρθεί η θάλασσα και να εμφανιστούν νέες παράκτιες περιοχές ξηράς. Νέες επικλύσεις και αποσύρσεις της θάλασσας, που επακολούθησαν, περιόρισαν τελικά την ξηρά, δηλαδή στη σημερινή ακτογραφική της μορφή και έκταση.Η Π. είναι κατεξοχήν ορεινή χώρα, ένα συμπαγές ορεινό συγκρότημα της επιφάνειάς της. Η σημερινή κατάτμησή του οφείλεται στην έντονη δράση των διαβρωτικών παραγόντων, και κυρίως στο πλούσιο υδρογραφικό δίκτυο. Οι Ελληνικές οροσειρές (ζώνη Ωλονού - Πίνδος) συνεχίζονται στην Π. με τα όρη Παναχαϊκό (1.926 μ.) και Ερύμανθο ή Ωλονό (2.224 μ.) (που αποτελούνται από εναλλαγές σχιστολίθων, κερατολίθων, ασβεστολίθων και φλύσχη, πετρώματα της γεωολογικής αυτής ζώνης), Λάμπεια (1.797 μ.), Αφροδίσιον (1.447 μ.), Μίνθη (1.345 μ.), Λύκαιον (1.421 μ.), Τετράζιον (1.389 μ.), τα όρη της Κυπαρισσίας (1.218 μ.) και Ιθώμης (1.421 μ.) και το νοτιότερο Λυκόδημον (959 μ.) μέχρι το ακρωτήριο Ακρίτας, όλα με πετρώματα όμοια προς εκείνα της ζώνης Ωλονού - Πίνδου. Τα όρη Μίνθη, Λύκαιον και Τετράζιον κλείνουν προς τα Δ το λεκανοπέδιο της Μεγαλόπολης, τα τριτογενή ιζήματα του οποίου περικλείουν αξιόλογα λιγνιτικά αποθέματα· προς τα Α το λεκανοπέδιο καθορίζεται από τα όρη της Δημητσάνας. Το όρος Φολόη (798 μ.) στα N του συγκροτήματος Λάμπεια - Αφροδίσιον, με μορφή οροπεδίου, αποτελείται από κροκαλοπαγή λιμνοθαλάσσια πετρώματα, που σχηματίστηκαν κατά το πλειόκαινο, όταν η περιοχή αυτή καταβυθίστηκε διακόπτοντας τη συνέχεια της σειράς Πίνδου - Ωλονού. Στα Δ της ζώνης αυτής, απομονωμένη και επιμήκης, υψώνεται η ασβεστολιθική Σκόλλις (965 μ.), Δ της οποίας εκτείνεται το βαθύπεδο της Ηλείας, που το διαρρέει ο Πηνειός. Στο βορειοδυτικό άκρο της Π., κοντά στον Άραξο, όπου υπάρχουν εκτεταμένες εμφανίσεις φλύσχη, βρίσκεται ένα υπόλειμμα της Αδριατικοϊονίου ζώνης, δηλαδή των πετρωμάτων που αποτελούν τη δυτική Ήπειρο και τη Στερεά Ελλάδα, το χαμηλό ασβεστολιθικό Μαύρο Όρος (251 μ.). Δ της ζώνης Ωλονού - Πίνδου ένα τμήμα αποτελείται από ψαμμίτες και αργιλλοαμμώδη ιζήματα νεογενούς (πλειοκαινικής) ηλικίας. Δυτικότερα ακόμα, στην περιοχή μεταξύ Αράξου και Κυπαρισσίας, σχηματίζονται θίνες και λιμνοθάλασσες κατά μήκος της ακτής (Κοτύχι, Αγουλινίτσα, Καϊάφα κ.ά.) και η περιοχή καλύπτεται από θαλάσσιες και λιμναίες προσχώσεις του τεταρτογενούς.Α του άξονα Ωλονού - Πίνδου βρίσκονται τα μεγάλα ορεινά συγκροτήματα του Χελμού ή Αροανίων (2.341 μ.) και της Ζήριας ή Κυλλήνης (2.376 μ.), που εκτείνονται προς τα Ν με τα όρη Σαϊτάς (1.814 μ.) και το επίμηκες Μαίναλο (1.980 μ.). Προς τα Ν του Μαινάλου σχηματίζεται το οροπέδιο της Ασέας, που οδηγεί προς το λεκανοπέδιο της Μεγαλόπολης. Μεταξύ Κυλλήνης και Σαϊτά σχηματίζεται η λεκάνη και η λίμνη του Φενεού. Ανατολικότερα σχηματίζεται η λεκάνη της Στυμφαλίας με την ομώνυμη λίμνη. Και οι δύο αυτές λεκάνες γέμισαν με λιμναίες αποθέσεις. Νοτιότερα ακόμα σχηματίζεται το μεγάλο οροπέδιο της Τρίπολης, που αποτελείται από μικρότερες λεκάνες, χωρισμένες μεταξύ τους με λοφώδεις περιοχές, πολλές από τις οποίες είναι πόλγες (καρστικοί σχηματισμοί). Παράλληλα προς τον Σαϊτά και το Μαίναλο, προς τα Δ, εκτείνεται η σειρά των αργολιδοαρκαδικών ορέων: Ολίγυρτος (1.935 μ.), Λύρκειον (1.755 μ.), Αρτεμίσιο (1.771 μ.) και Παρθένιο (1.215 μ.). Ν του τελευταίου υψώνεται η οροσειρά του Πάρνωνα (1.935 μ.), που προχωρεί προς τα Ν στη χερσόνησο της Επιδαύρου Λιμηράς. Παράλληλα σχεδόν προς τον Πάρνωνα εκτείνεται η επιμήκης οροσειρά του Ταϋγέτου (Προφήτης Ηλίας, 2.407 μ.) που καλύπτει τη χερσόνησο της Μάνης και καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο. Μεταξύ Πάρνωνα και Ταϋγέτου εκτείνεται η εγκατακρημνισιγενής κοιλάδα του Ευρώτα, που μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια της λεκάνης της Μεγαλόπολης, η οποία συνεχίζεται προς τα Ν με την πεδιάδα του Έλους Λακωνίας, ελώδη παράκτια περιοχή. Στο νοτιοδυτικό τμήμα της οροσειράς του Ταϋγέτου απομονώνεται ο Σαγιάς (1.214 μ.) ή Βουνό της Μάνης, που καταπίπτει προς το Ταίναρο. Οι ασβεστόλιθοι που τον αποτελούν είναι καρστικοποιημένοι, γι’ αυτό παρουσιάζει ωραιότατα καρστικά σπήλαια, όπως του Δυρού. Τα ορεινά αυτά συγκροτήματα αποτελούνται κατά μεγάλο μέρος από μαύρους συμπαγείς ασβεστόλιθους της ζώνης Τρίπολης (τριαδικό έως ηώκαινο), ψαμμίτες και ασβεστόλιθους, που επικάθονται σε παλαιότερες διαπλάσεις της κρυσταλλοπαγούς μάζας της κεντρικής Π., η οποία αποτελείται από ημιμεταμορφωμένα κρυσταλλικά πετρώματα και παλαιοζωικά στρώματα. Πάνω από τους ασβεστόλιθους της Τρίπολης (νουμμουλιτοφόρους, ιππουριτοφόρους του κρητιδικού) αναπτύσσεται συχνά ηωκαινικός φλύσχης. Μεταξύ των βουνών της Κυπαρισσίας και των δυτικών παρυφών του Ταϋγέτου εκτείνεται η ευφορότατη εγκατακρημνισιγενής μεσσηνιακή πεδιάδα.Στο ανατολικό τμήμα της Π. βρίσκεται η αργολική χερσόνησος με την αργολική πεδιάδα, που αποτελεί συνέχεια προς το εσωτερικό του ταφροειδούς βυθίσματος του Αργολικού κόλπου. Προς την Αργολική πεδιάδα καταπίπτουν οι πρόβουνοι των Αργολιδοκορινθιακών ορέων. Τα Όνεια (584 μ.), προς ΒΑ, πέφτουν προς τον Σαρωνικό κόλπο, ενώ η Τραπεζών (1.139 μ.), το Αραχναίο (1.199 μ.) και η Ψηλή Ράχη (1.068 μ.) δεσπόζουν της πεδιάδας. Τα όρη αυτά, που αποτελούν ένα καρστικό οροπέδιο, είναι η συνέχεια προς τα Ν των Γερανείων και του Πατέρα της Αττικής. Ν του Aραχναίου, χωρισμένο με μια σχιστολιθική λωρίδα, βρίσκεται το Μαυροβούνι (825 μ.) από το οποίο ΝΑ υψώνεται το Δίδυμο (1.113 μ.) και οι τετράκορφες Αδέρες, που καταλήγουν στο ανατολικότερο ακρωτήριο της Π., το Σκύλαιο. Τα όρη των Μεθάνων και των νησιών Ύδρας και Σπετσών αποτελούν απομονωμένα, λόγω ρηγμάτων, τμήματα της αργολικής χερσονήσου. Η περιοχή Β του Χελμού και της Ζήριας πέφτει κατά βαθμίδες στο εσωτερικό, σχηματίζοντας όρη που χωρίζονται με βαθιές χαράδρες. Στην περιοχή αυτή σχηματίζεται και η ευφορότατη πεδιάδα της Βόχας. Η βόρεια στενή παράκτια λωρίδα της Π. αποτελείται από μαργαϊκές και αμμώδεις αποθέσεις του Τριτογενούς, οι οποίες προς το εσωτερικό σχηματίζουν αναβαθμίδες ως χαμηλά οροπέδια, με κροκαλοπαγή πετρώματα, όπως, για παράδειγμα, στα Καλάβρυτα.Τα παράλια της Π. είναι πολύ διαμελισμένα, με βαθιούς κόλπους, που οφείλονται σε βαθιά ρήγματα, κάθετα προς την ακτογραμμή, τα οποία προκάλεσαν την καταβύθιση μεγάλων τμημάτων ξηράς. Κοντά στους μεγάλους κόλπους, πολλοί μικρότεροι και όρμοι δημιουργούν σε πολλά τμήματα δαντελωτές ακτές. Οι κυριότεροι κόλποι της Π. είναι ο Πατραϊκός και η ανατολική του συνέχεια, ο Κορινθιακός προς τα Β, ο Κυπαρισσιακός προς τα Δ, ο Μεσσηνιακός και ο Λακωνικός προς τα Ν και ο Αργολικός προς τα Α. Μεταξύ τους δημιουργούνται πολλές χερσόνησοι, μεγαλύτερες, όπως η Αργολική που καταλήγει στο ακρωτήριο Σκύλαιο (Σπαθί), της Επιδαύρου Λιμηράς ή Έλους που καταλήγει στον Μαλέα, του Ταϋγέτου ή Μάνης, που καταλήγει στο Ταίναρο, (νοτιότερο σημείο της ηπειρωτικής Ευρώπης), τη Μεσσηνιακή, που καταλήγει στο ακρωτήριο Ακρίτας, και μικρότερες, όπως των Μεθάνων, της Τροιζηνίας, της Μεθώνης κ.ά.Στην Π. υπάρχουν 3 σεισμικές περιοχές μεγάλης έντασης: α) μία στα δυτικά παράλια της Μεσσηνίας, που ανήκει στην ιόνιο σεισμική ζώνη, β) η περιοχή Πατρών, Αιγίου, Ξυλοκάστρου, Κιάτου, Κορίνθου κλπ., που ανήκει στη σεισμική ζώνη της μεγάλης εγκατακρημνισιγενούς τάφρου του Κορινθιακού κόλπου, γ) η περιοχή των Κυθήρων και της κοιλάδας του Ευρώτα, που ανήκει στην τεκτονική ρηξιγενή περιοχή των Κυθήρων. Οι εστίες των μεγαλύτερων σεισμών ενδημούν Ν του Ταινάρου, ΝΔ των Κυθήρων και μέσα στον Μεσσηνιακό κόλπο. Υπάρχουν και ηφαιστειογενείς σεισμοί, που προέρχονται από εκρήξεις ηφαιστείων, όπως των Μεθάνων που θεωρείται ενεργό.Πετρώματα, μεταλλεύματα, ορυκτά. Η Π. παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον, από άποψη εκμετάλλευσης δομικών υλικών και ορυκτού πλούτου. Τα διάφορα είδη μαρμάρων και άλλων πετρωμάτων της Π. είναι γνωστά από την αρχαιότητα: τα κόκκινα μάρμαρα στα Δημαριώτικα της Μάνης, δηλαδή το πολύτιμο rosso antico των Ρωμαίων, το Λακεδαιμόνιο μάρμαρο, το οποίο όμως είναι σερπεντίνης, το μαύρο μάρμαρο της Τρίπολης και της Βυτίνας (νουμμουλιτοφόρος ασβεστόλιθος), το κίτρινο ή χιονόλευκο μάρμαρο του Ναυπλίου, ο κροκεάτης λίθος ή πράσινο μάρμαρο (που είναι πορφύρης), γνωστός από την αρχαιότητα ως porfido verde, κοντά στις Κροκεές Λακωνίας. Επίσης δολομίτες, λιθογραφικοί ασβεστόλιθοι, αμμωνιτοφόροι ασβεστόλιθοι (περιοχή Επιδαύρου κ.ά.), ο κογχυλιάτης λίθος στα Δολιανά της Κυνουρίας, άμμοι από τις θίνες της Κυπαρισσίας και άλλα πετρώματα, που χρησιμεύουν ως δομικά ή διακοσμητικά υλικά.Αρκετά αξιόλογος είναι και ο ορυκτός πλούτος της Π., κυρίως τα μεικτά θειούχα μεταλλεύματα της Ερμιόνης Αργολίδας (γαληνίτης, σφαλερίτης, σιδηροπυρίτης), όπου γίνεται συστηματική εκμετάλλευση, ο λιγνίτης της Μεγαλόπολης, η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων του οποίου ερευνάται εντατικά, και σε μικρότερες ποσότητες μαγγανομεταλλεύματα (πυρολουσίτης, μαγγανίτης) στη Ζερμπιστά Λακωνίας και στην Ανδρίτσαινα, χαλκός, αιματίτης, γραφίτης, γύψος, θείο (στα Μέθανα) και άλλα σε διάφορες περιοχές.Υδρογραφία. Η Π., αν και είναι ουσιαστικά νησί, διαθέτει μερικούς ποταμούς. Ο μεγαλύτερος σε μήκος (110 χλμ.) και ο πλουσιότερος σε νερά (λεκάνη απορροής 3.600 τ. χλμ.) είναι ο Αλφειός, ο οποίος πηγάζει στο οροπέδιο της Aσέας, τροφοδοτείται στην αρχή από καταβόθρες, δέχεται προχωρώντας νερά από παραποτάμους που κατεβαίνουν από τα γύρω βουνά, Λάδωνα, Ερύμανθο, Ενιππέα κ.ά., διαρρέει το λεκανοπέδιο της Μεγαλόπολης, στρέφεται μετά προς τα Β περνάει από την Ηλεία και εκβάλλει στο Ιόνιο, Ν του Πύργου, προσχώνοντας με τις ύλες που μεταφέρει τον αβαθή Κυπαρισσιακό κόλπο, ενώ κοντά στις εκβολές του σχηματίζονται μικρές λιμνοθάλασσες. Στον παραπόταμο του Λάδωνα, κοντά στην Ολυμπία, κατασκευάστηκε φράγμα με το οποίο δημιουργήθηκε τεχνητή λίμνη, που τροφοδοτεί υδροηλεκτρικό σταθμό. Στον Ερύμανθο πηγάζει ο ηλειακός Πηνειός (Ποτάμι της Γαστούνης), ο οποίος, αφού διασχίσει την πεδιάδα Ανδραβίδας - Γαστούνης, εκβάλλει στο Ιόνιο, απέναντι από τη Ζάκυνθο αρδεύοντας μία μεγάλη περιοχή της Φιγάλειας και εκβάλλει, ύστερα από διαδρομή περίπου 22 χλμ., στο κέντρο σχεδόν του Κυπαρισσιακού κόλπου. Από τις δυτικές κλιτύς του Ταϋγέτου πηγάζει ο Πάμισος, που διαρρέει την πεδιάδα της Μεσσηνίας και ύστερα από διαδρομή 43 χλμ. εκβάλλει στον Μεσσηνιακό κόλπο, Δ της Καλαμάτας, δημιουργώντας διάφορα τέλματα με τις προσχώσεις του. Στην ανατολική Π. οι ποταμοί είναι ασήμαντοι γιατί και οι βροχές είναι λίγες. Ο μόνος άξιος λόγου είναι ο Ευρώτας, που και αυτός το καλοκαίρι γίνεται ρυάκι. Οι πηγές του βρίσκονται στα όρη της Αρκαδίας, όχι μακριά από τις πηγές του Αλφειού, στο οροπέδιο της Aσέας, δέχεται κατά την πορεία του τα νερά παραποτάμων από τον Πάρνωνα και τον Ταΰγετο και εκβάλλει, μετά από διαδρομή 90 χλμ., στον Λακωνικό κόλπο, σχηματίζοντας ελώδεις εκτάσεις γύρω από τις εκβολές του και προσχώνοντας με φερτές ύλες στο Λακωνικό κόλπο. Στην Αργολίδα ρέει ο μικρός ποταμός Ίναχος, που πηγάζει από το Λύρκειο και το Αρτεμίσιο εκβάλλει στον Αργολικό κόλπο, Δ του Ναυπλίου. Στο αργολικό πεδίο υφίσταται οξύ αρδευτικό πρόβλημα από τη μια επειδή δεν υπάρχουν επιφανειακά νερά ώστε να αρδευτεί ολόκληρο και από την άλλη επειδή οι υπόγειοι υδροφόροι ορίζοντες υφαλμυρώνονται συνεχώς λόγω της διείσδυσης του θαλάσσιου μετώπου στην ξηρά. Για την επίλυση του προβλήματος αυτού έγινε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σύλληψη με τοξωτά φράγματα των υποθαλάσσιων πηγών Aναβάλου - Κυβερίου, συνολικής παροχετευτικότητας 12-14 μ3/1’’· Στη βόρεια Π. υπάρχουν μικροί μόνο χειμαρροπόταμοι, όπως ο Σεληνούς, που εκβάλλει Α του Αιγαίου, ο Βουραϊκός, που ρέει μέσα στο φαράγγι που έχει ο ίδιος ανασκάψει και από το οποίο περνά και ο οδοντωτός σιδηρόδρομος Διακοφτού - Καλαβρύτων, και ο Ασωπός, που εκβάλλει Α του Κιάτου. Η μόνη σημαντική λίμνη της Π. είναι της Στυμφαλίας (18 τ. χλμ.), στην Κορινθία, ανάμεσα στα βουνά Ζήρια και Ολίγυρτος. Δ της λίμνης αυτής και ανάμεσα στα ίδια βουνά, στην ψηλή λεκάνη του Φενεού, υπήρχε η λίμνη του Φενεού, η οποία είχε αποξηρανθεί τελείως. Α της λίμνης του Φενεού και Ν της Τρίπολης υπάρχει μια λιμνώδης έκταση, η Τάκα. Όλες αυτές οι λίμνες δεν παρουσιάζουν επιφανειακή απορροή, γιατί τα νερά τους φεύγουν με καταβόθρες και υπόγειους οχετούς σε χαμηλότερα σημεία, όπου εμφανίζονται με μορφή πηγών (κεφαλαριών· τέτοιο είναι το Κεφαλάρι του Άργους). Πολλές φορές σχηματίζουν υποθαλάσσιες πηγές (μάτια), όπως του Κυβερίου, στον Αργολικό κόλπο. Το φαινόμενο παρόμοιων καρστικών μορφών με καταβόθρες, όπου τα νερά ποταμών και λιμνών εξαφανίζονται τις περισσότερες φορές με άγνωστη διαδρομή και επανεμφάνιση, είναι συχνό στην Π., λόγω της μεγάλης καρστικότητας που παρουσιάζουν τα βουνά της. Το Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών Δημόκριτος, σε συνεργασία με την Υπηρεσία Εγγείων Βελτιώσεων του υπουργείου Γεωργίας, έχει προβεί επανειλημμένα σε ιχνηθετήσεις με ραδιοϊσότοπα, με σκοπό να διασυνδεθούν τα νερά των καταβόθρων των αρκαδικών οροπεδίων με τις χερσαίες και υποθαλάσσιες πηγές του Αργολικού κόλπου, ώστε, με διάφορα έργα, να καταστεί δυνατή ή αύξηση της θερινής παροχής των πηγών για αρδευτικούς σκοπούς. (Ήδη από τις πηγές Λέρνης και Κεφαλαρίου αρδεύονται μεγάλες εκτάσεις). Τέτοιες ιχνηθετήσεις έγιναν στην Καταβόθρα Παρθενίου Αρκαδίας, όπου διαπιστώθηκε επανεμφάνιση των υδάτων στο Μπινίκοβι του Aχλαδοκάμπου, στην καταβόθρα Σκοτεινής Αλέας, με επανεμφάνιση στις χερσαίες πηγές του Αργολικού (Λέρνης, Κεφαλαρίου, Κρόης, Κυβερίου)· στην καταβόθρα της Νεστάνης, με αθρόα επανεμφάνιση στον Ανάβαλο Κυβερίου· στην καταβόθρα Μηλέας, με αρθρόα επανεμφάνιση επίσης στις πηγές του Αναβάλου. Άλλες καρστικές μορφές είναι τα σπήλαια του Δυρού Μάνης, όπου υπάρχει και υπόγεια λίμνη. Τέλος, καρστικές μορφές είναι οι λεκάνες που σχηματίζονται πάνω στα ασβεστολιθικά όρη της Π. και ονομάζονται πόλγες.Κλίμα. Από κλιματικής πλευράς η Π. μπορεί να διαιρεθεί σε 3 τμήματα: στο δυτικό, όπου επικρατεί, ιδίως στις παράκτιες περιοχές του, ο θαλάσσιος μεσογειακός τύπος· στο ανατολικό και στο μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού, όπου επικρατεί ο χερσαίος μεσογειακός τύπος· στο ορεινό τμήμα που περιλαμβάνει τα μεγάλου υψομέτρου ορεινά συγκροτήματα, όπου επικρατεί ο ορεινός τύπος κλίματος. Και πέρα όμως από τη βασική αυτή διαίρεση, η Π. παρουσιάζει μεγάλη κλιματική ποικιλία. Τα ανατολικά παράκτια τμήματα είναι πλούσια σε ηλιοφάνεια αλλά σχετικά ξηρά. Στο κεντρικό ορεινό συγκρότημα το κλίμα είναι δριμύ κατά την ψυχρή περίοδο με πολλούς παγετούς και άφθονα χιόνια, ενώ τα δυτικά τμήματα έχουν πολύ περισσότερες βροχές και είναι και θερμότερα τον χειμώνα από τα ανατολικά. Για τους λόγους αυτούς οι ανατολικές περιοχές της Π. είναι φτωχές σε ρέοντα ύδατα και σε βλάστηση ενώ τα ορεινά και δυτικά τμήματα έχουν άφθονες πηγές, πολλά νερά και πλούσια βλάστηση. Η μέση ετήσια θερμοκρασία στην π. κυμαίνεται μεταξύ 18° και 19,5°C. Ο ψυχρότερος μήνας είναι ο Ιανουάριος ακολουθούμενος με ελάχιστη θερμομετρική διαφορά από τον Φεβρουάριο. Οι δυο πρώτοι μήνες της άνοιξης είναι ψυχρότεροι από τους δύο τελευταίους του φθινοπώρου (δηλαδή και εδώ, όπως και σε ολόκληρη την Ελλάδα, η άνοιξη είναι ψυχρότερη από το φθινόπωρο). Από τους καλοκαιρινούς μήνες θερμότερος είναι ο Αύγουστος, ακολουθούμενος από τον Ιούλιο. Κατά τον χειμώνα η θερμοκρασία του αέρα σπάνια κατεβαίνει κάτω από το μηδέν στα δυτικά παράκτια τμήματα, ενώ τα ανατολικά είναι ψυχρότερα. Αυτό οφείλεται στο ότι οι βορειοανατολικοί ψυχροί άνεμοι, που δημιουργούνται κυρίως από αντικυκλωνικές επεκτάσεις, προσβάλλουν τα ανατολικά τμήματα, ενώ τα δυτικά προστατεύονται από τους ορεινούς όγκους οι οποίοι εκτείνονται με ΒΒΔ - NNA διεύθυνση. Οι αέριες μάζες, κατερχόμενες στις δυτικές πλαγιές των ορέων, θερμαίνονται αδιαβατικά, ενώ αυτό δεν συμβαίνει στα ανατολικά τμήματα. Πολύ χαμηλές θερμοκρασίες σημειώνονται κατά την ψυχρή περίοδο στο ορεινό συγκρότημα. Έτσι στην Τρίπολη, που βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 665 μ., η απολύτως ελάχιστη θερμοκρασία έχει κατέβει στους -17°C. Στα παράκτια τμήματα οι απολύτως ελάχιστες θερμοκρασίες κυμαίνονται μεταξύ -3 και -4°C στα δυτικά και στα νότια διαμερίσματα, μεταξύ -4 και 5°C στα ανατολικά και λίγο περισσότερο στα βόρεια. Οι απολύτως μέγιστες θερμοκρασίες υπερβαίνουν τους 40°C, και στις εσωτερικές πεδινές περιοχές ακόμα και τους 45°C (Σπάρτη 46°C). Το καλοκαίρι τα ανατολικά παράκτια τμήματα είναι δροσερότερα από τα δυτικά, κυρίως λόγω των μελτεμιών, τα οποία είναι συχνότερα και ισχυρότερα στο Αιγαίο παρά στο Ιόνιο.Η μέση ετήσια νέφωση στο μεγαλύτερο τμήμα της Π. κυμαίνεται μεταξύ 3,5 και 4,0 βαθμίδων της κλίμακας 0-10. Η περιοχή δηλαδή ανήκει στη ζώνη του ελαχίστου της νέφωσης, η οποία περιλαμβάνει το νότιο τμήμα της Ελλάδας και τα νησιά του Αιγαίου και του νότιου Ιονίου. Στα δυτικά διαμερίσματα η νέφωση είναι κάπως ανώτερη και αυξάνεται όσο προχωρούμε προς το ορεινό κεντρικό συγκρότημα. Τη μεγαλύτερη νέφωση παρουσιάζει ο Φεβρουάριος. Ο αριθμός των αίθριων ημερών στα δυτικά και στα νότια τμήματα είναι μεγάλος, κυμαινόμενος μεταξύ 140-150 ετήσιως, ενώ στα ορεινά κυμαίνεται μεταξύ 100-120. Λίγες είναι φυσικά οι νεφοσκεπείς ημέρες, λιγότερες από 50 στα παράκτια τμήματα και 50-60 στα ορεινά.Η μέση ετήσια σχετική υγρασία κυμαίνεται μεταξύ 67,5-70 βαθμών της υγρομετρικής κλίμακας στις βορειοδυτικές και στις δυτικές περιοχές, μεταξύ 65-67 στο κεντρικό τμήμα και είναι μικρότερη των 65 βαθμών στα υπόλοιπα. Υγρότεροι μήνες είναι οι χειμερινοί και ιδίως ο Δεκέμβριος.Η βροχή, όπως συμβαίνει και στις περισσότερες περιοχές της χώρας, παρουσιάζει μεγάλες διαφορές στα διάφορα τμήματα της Π. Το μικρότερο ετήσιο ύψος, κάτω των 400 χιλιοστών παρατηρείται στο ανατολικό τμήμα της Αργολίδας. Στην πεδινή περιοχή της Λακωνίας και στο μεγαλύτερο τμήμα της Αργολιδοκορινθίας τα ύψη κυμαίνονται μεταξύ 400-600 χιλιοστά. Πολύ μεγαλύτερο, πολλές φορές διπλάσιο, είναι το ύψος βροχής στα δυτικά τμήματα, και όσο προχωρούμε από τις παράκτιες περιοχές προς το εσωτερικό τα ύψη αυξάνουν, για να υπερβούν τα 1.400 χιλιοστά στα ψηλότερα τμήματα των ορεινών όγκων. Βροχερότερος μήνας, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, είναι ο Δεκέμβριος, ακολουθούμενος από τον Ιανουάριο και τον Νοέμβριο, ο οποίος όμως στα δυτικά τμήματα είναι βροχερότερος από τον Ιανουάριο. Ξηρότεροι μήνες είναι ο Ιούλιος και ο Αύγουστος. Από τις διάφορες εποχές βροχερότερος είναι ο χειμώνας, ακολουθούμενος από το φθινόπωρο, που είναι βροχερότερο από την άνοιξη. Γενικά η ετήσια πορεία της βροχής είναι συνήθως απλή, σε ορισμένους τόπους όμως παρουσιάζεται ένα δευτερεύον μέγιστο τον Μάιο, που οφείλεται στις βροχές των θερμικών καταιγίδων. Οι ημέρες βροχής παρουσιάζουν την ίδια γεωγραφική διανομή και την ίδια ετήσια πορεία με τα ύψη της βροχής.Το χιόνι είναι συνηθισμένο φαινόμενο της ψυχρής εποχής στα ορεινά συγκροτήματα της Π., λιγότερο συχνό όμως από όσο στη Στερεά Ελλάδα. Μεγαλύτερη συχνότητα παρουσιάζει στα ανατολικά τμήματα επειδή είναι εκτεθειμένα στους χιονοβόλους ανέμους Β-ΒΑ, ενώ στα δυτικά και νότια παράκτια τμήματα είναι σπάνιο. Τα πρώτα χιόνια στις ορεινές περιοχές πέφτουν κατά το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτωβρίου και κάποτε νωρίτερα, ενώ τα τελευταία κατά το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου. Στις κορυφές όμως του Χελμού, του Ερύμανθου και της Ζήριας το χιόνι μπορεί να μείνει και μέχρι τον Αύγουστο.Μεγάλες διαφορές από περιοχή σε περιοχή παρουσιάζουν οι επικρατούντες άνεμοι, εξαρτώμενοι από τον συνδυασμό δυναμικών και τοπογραφικών παραγόντων. Στα παράκτια τμήματα επικρατούν από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο τα μελτέμια ή η θαλάσσια αύρα. Μεγαλύτερη συχνότητα και ένταση παρουσιάζουν τα μελτέμια στα ανατολικά παράκτια τμήματα, ενώ στα δυτικά πνέουν από βορειοδυτικές ή και δυτικές διευθύνσεις, συνδυαζόμενα με τη θαλάσσια αύρα. Τα μελτέμια κατά κανόνα δεν φτάνουν στις εσωτερικές περιοχές, αλλά και όταν συμβεί να φτάσουν είναι ζεστά. Γενικά στο εσωτερικό κατά τη θερμή εποχή οι άνεμοι είναι πολύ ασθενείς ή επικρατούν νηνεμίες, εκτός από τις περιοχές όπου αναπτύσσεται η αύρα των κοιλάδων και των ορέων. Από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάρτιο κυρίως επικρατούν οι άνεμοι του βορείου τομέα και κατά δεύτερο λόγο του νοτίου, εκτός από τις δυτικές περιοχές στις οποίες υπερέχουν οι άνεμοι του νοτίου και του δυτικού τομέα. Εκτός από τους γενικούς ανέμους, σε διάφορες περιοχές της Π. δημιουργούνται και τοπικοί κατεβατοί άνεμοι, που οφείλονται στο ανάγλυφο της περιοχής σε συνδυασμό με ορισμένες ατμοσφαιρικές διαταράξεις. Τα παράλια, για παράδειγμα, της Κυνουρίας, οι δυτικές ακτές της Κορινθίας, η πεδιάδα της Σπάρτης, η πεδινή περιοχή της Κυπαρισσίας, το ακρωτήριο Μαλέας και τα δυτικά παράλια προσβάλλονται από ισχυρότερους καθοδικούς ανέμους. Στην ανατολική Π. δημιουργούνται κάποιες φορές και λίβες (άνεμοι τύπου Föhn), ξηροί και θερμοί, οι οποίοι εμφανίζονται ως νότιοι μέχρι δυτικοί, διαβαίνουν τις ορεινές εξάρσεις της κεντρικής Πελοποννήσου και κατεβαίνουν κατά μήκος των απανέμων πλαγιών.Ανθρωπογεωγραφία και οικονομική γεωγραφία. Η οικονομία της Π. η οποία στηρίζεται κυρίως στην αγροτική παραγωγή, παρουσιάζει αρκετά μεγάλες διαφορές από περιοχή σε περιοχή. Γενικά, από άποψη βαθμού οικονομικής ανάπτυξης και μεγέθους εισοδήματος, η Π. χωρίζεται σε 2 περιοχές: στο περισσότερο ανεπτυγμένο και με αξιόλογη σχετικά βιομηχανία βόρειο και βορειοανατολικό τμήμα, που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από την πρωτεύουσα και περιλαμβάνει τους νομούς Αργολίδας, Κορινθίας και Αχαΐας, με την Πάτρα, το τρίτο σε μέγεθος αστικό και βιομηχανικό κέντρο της χώρας και στο αποκλειστικά σχεδόν αγροτικό νότιο και νοτιοδυτικό τμήμα με τους νομούς Αρκαδίας, Λακωνίας, Μεσσηνίας και Ηλείας.Η βόρεια Π. δεν πλεονεκτεί όμως μόνο επειδή έχει περισσότερο ανεπτυγμένη βιομηχανία, είναι περισσότερο αποδοτική και η γεωργία της (εσπεριδοειδή, αμπέλια, σταφίδες, λαχανικά κλπ.).Η βιομηχανία της Π. έχει περισσότερο ανεπτυγμένους τους κλάδους ειδών διατροφής, για την αξιοποίηση της γεωργικής παραγωγής, και της κλωστοϋφαντουργίας. Υπάρχουν όμως και αξιόλογες βιομηχανικές μονάδες άλλων κλάδων (τσιμέντου, χαρτιού, χημικές, ελαστικού, καπνού κ.ά.), που εγκαταστάθηκαν στην Π. είτε εξαιτίας της μικρής απόστασης από την πρωτεύουσα (νομοί Κορινθίας και Αργολίδας) είτε εξαιτίας των πλεονεκτημάτων που προσφέρει η περιοχή Πάτρας - Αιγίου.Η γεωργία της Π. βασίζεται κυρίως στην ελαιοκαλλιέργεια, στα εσπεριδοειδή, στην αμπελοκαλλιέργεια και στα λαχανικά, κηπευτικά.Μεγάλη πηγή εισοδήματος για την Π. είναι επίσης ο τουρισμός.Ιστορικό και πολιτιστικό περίγραμμα. Από την εποχή που για πρώτη φορά κατοικήθηκε η Π., μέχρι σήμερα, ήταν πάντοτε ένας ζωτικός χώρος της ελληνικής γης. Δεμένη με την υπόλοιπη χώρα, αλλά με έντονα δικό της χαρακτήρα και γεωγραφική διαμόρφωση, που ευνοούσε μια πολύμορφη ανάπτυξη του πολιτισμού, χωρίς όμως αυτός να χάνει την ενότητά του, ανοιχτή από πολύ νωρίς στο Αιγαίο, αλλά και στην Αδριατική, υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα, όπου ο ελληνικός πολιτισμός δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε γνήσιος για αιώνες.Κάθε περιοχή της Π. είχε από την αρχή τα ιδιαίτερα εκείνα γνωρίσματα, που χαρακτήρισαν τη ζωή και την τέχνη της στους αιώνες που ακολούθησαν. Η Αργολίδα και η Κορινθία, σε άμεση επαφή με την κατεξοχήν ελληνική θάλασσα, που τις ένωνε με την ανατολή, ήταν πάντοτε οι προοδευτικότερες περιοχές, εκείνες όπου οι καινούργιες ιδέες έπαιρναν χαρακτήρα ελληνικό και εξελίσσονταν διαρκώς σε νέες μορφές πολιτισμού. Η Αρκαδία, απομονωμένη στα βουνά της, δημιούργησε τον δικό της κόσμο και έμεινε πιστή στη δική της παράδοση. Οι αρκαδικοί μύθοι και οι ιδιόρρυθμες αρκαδικές λατρείες διατήρησαν στα κατοπινά χρόνια πανάρχαια στοιχεία, όπου μπορεί κάποιος να ανιχνεύσει τις ρίζες του ελληνισμού. Η Αχαΐα και η Ηλεία δεν απομονώθηκαν ποτέ από την ανατολή, δέχτηκαν όμως, όπως ήταν άλλωστε φυσικό, περισσότερο την επίδραση της Δύσης και δέθηκαν με την υπόλοιπη δυτική Ελλάδα και μέσω αυτής με τα βόρεια. Στη μεγάλη μεσσηνιακή πεδιάδα συνδυάστηκαν τα αργολικά στοιχεία με τις αδριατικές επιδράσεις και η περιοχή έγινε το δεύτερο σε σημασία κέντρο της Π. στα αρχαιότατα αλλά και στα πρώιμα ιστορικά χρόνια - μέχρι την κατάκτησή της από τους Σπαρτιάτες. Η Λακωνία τέλος δεν υπήρξε καθόλου μία κλειστή και συντηρητική χώρα, που αδιαφόρησε για την τέχνη. Από πολύ νωρίς είχε τις επαφές της με την Κρήτη, υπήρξε κέντρο μυκηναϊκό, και τα εργαστήριά της έγιναν ονομαστά κατά τη γεωμετρική και την αρχαϊκή εποχή, δεχόμενα μάλιστα έντονα τις ιωνικές επιδράσεις.Η αρχαιολογική έρευνα έδωσε από την αρχή περισσότερο βάρος στην Π., παρά σε κάθε άλλη περιοχή της Ελλάδας, επαληθεύοντας την παράδοση στο μεγαλύτερο μέρος της. Έτσι με αρκετή πληρότητα γνωρίζουμε τις φάσεις του πολιτισμού της από τα πρώιμα χρόνια της προϊστορίας μέχρι το τέλος του αρχαίου κόσμου, ενώ καινούργια στοιχεία εξακολουθούν να αποκαλύπτονται και εποχές που βρίσκονταν πριν στη μισοφωτισμένη περιοχή του μύθου να αποκτούν ιστορική απόσταση.Παλαιολιθική εποχή. Έρευνες στην περιοχή Κυλλήνης-Κατακώλου, αλλά και στην ανατολική Ηλεία, βεβαίωσαν την παρουσία του ανθρώπου στην Πελοπόννησο ήδη από τη Μέση Παλαιολιθική, που αρχίζει γύρω στα 100.000 π.Χ. Μάρτυρες της παρουσίας αυτής τα παλαιολιθικά εργαλεία, πέτρες δουλεμένες με απανωτά χτυπήματα, που ο πρωτόγονος άνθρωπος χρησιμοποίησε ως όπλα αλλά και ως μέσα για την εξεύρεση της τροφής του. Ένα σημαντικό επίσης, εύρημα για την απώτερη προϊστορία της Πελοποννήσου αλλά και γενικότερα της Ελλάδας είναι το σπήλαιο της Φράγχθης στην περιοχή της Ερμιονίδας. Το σπήλαιο, όπου βρέθηκαν διαδοχικά στρώματα από την παλαιολιθική έως τη νεολιθική περίοδο, κατοικήθηκε στη Μεσολιθική (8000-7000 π.Χ.) από ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν λίθινα και οστέινα εργαλεία, τρέφονταν με το κυνήγι ελαφιών, αγριόχοιρων και άλλων ζώων, ήξεραν να ψαρεύουν και έθαβαν τους νεκρούς τους μέσα στην κατοικία τους σε ρηχούς λάκκους.Νεολιθική εποχή. Η Νεολιθική εποχή χαρακτηρίζεται στην Πελοπόννησο, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα από την προοδευτική ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, τη δημιουργία συνοικισμών, που δίνουν την εντύπωση μιας περισσότερο μόνιμης κατοικίας, τη λείανση των λίθινων εργαλείων και τη χρήση της κεραμικής - αφού πρώτα υπήρξε μια αρκετά εκτεταμένη προκεραμική περίοδος, η οποία διαπιστώθηκε μέχρι τώρα μόνο στο σπήλαιο της Φράγχθης. Στις επόμενες φάσεις ο αριθμός των νεολιθικών θέσεων της Πελοποννήσου μεγαλώνει. Στην Αργολιδοκορινθία, η Κόρινθος, η Γωνιά, η Νεμέα, η Πρόσυμνα, η Λέρνα έδωσαν άφθονα νεολιθικά ευρήματα. Στην Αρκαδία, η Ασέα και τα Αγιωργίτικα. Νοτιότερα, στη Λακωνία και στη μεσσηνιακή Μάνη, το Κουφόβουνο, το περίφημο σπήλαιο της Αλεπότρυπας στο Δυρό, η Καρδαμύλη και η Ζαρνάτα. Στη βόρεια Μεσσηνία η ακρόπολη της Μάλθης, αλλά και άλλες περιοχές, όπου η έρευνα περιορίζεται ακόμα στο στάδιο της επιφανειακής ανίχνευσης. Στην Ηλεία τέλος, η περιοχή του κάστρου Χλεμούτσι και το Αρνοκατάραχο, κοντά στην Ολυμπία, έδωσαν στοιχεία για την ύπαρξη οικισμών. Οι νεολιθικοί κάτοικοι της Πελοποννήσου, συγκεντρώνονταν είτε σε ορεινά μέρη, κοντά στις πηγές των ποταμών είτε σε περάσματα ανάμεσα στις περιοχές είτε κοντά στη θάλασσα. Η Αργολίδα παρουσιάζεται περισσότερο πυκνοκατοικημένη και παράλληλα η κεραμική της είναι καλύτερη σε ποιότητα από εκείνη της δυτικής πλευράς. Τα ζωηρόχρωμα γραπτά αγγεία της μέσης Νεολιθικής στην Π. δεν διαφέρουν πολύ από τα σύγχρονα της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Οι αλλαγές όμως που θα οδηγήσουν στην κεραμική της ύστερης Νεολιθικής περιόδου εμφανίζονται νωρίτερα εδώ. Η τελευταία αυτή φάση χαρακτηρίζεται από το θαμπό αρχικά και στιλπνό αργότερα μαύρο χρώμα σε κόκκινο βάθος και από την πολυχρωμία. Οπωσδήποτε η Πελοπόννησος δεν έχει να παρουσιάσει άνθηση πολιτισμού όμοια με εκείνη του Διμηνίου, για παράδειγμα, παρακολουθεί όμως από πολύ κοντά την εξέλιξη, αποκτά ισχυρή νεολιθική παράδοση και στην επόμενη μεγάλη φάση της Προϊστορίας, την Εποχή του Χαλκού, στο έδαφός της κυρίως θα διαμορφωθεί ο λεγόμενος ελλαδικός πολιτισμός.Πρωτοελλαδική εποχή. Στην Π. η πρώιμη φάση της πρώτης μεγάλης περιόδου της Χαλκοκρατίας, της Πρωτοελλαδικής, αποτέλεσε στην ουσία μία συνέχεια της τελευταίας νεολιθικής. Η ακμή σημειώθηκε στην Πρωτοελλαδική Π. (2500-2100 π.Χ.) με τη δημιουργία κέντρων, όπως η Λέρνα, η Τίρυνθα, οι Ζυγουριές, του Κοράκου, η Μάλθη, και με την ανάπτυξη των εξωτερικών σχέσεων. Στο τέλος της δεύτερης αυτής περιόδου μια αρκετά βίαιη αλλαγή είναι φανερή από τα αρχαιολογικά δεδομένα, που μαρτυρούν εισβολές και μετακινήσεις, χωρίς όμως να είναι βέβαιο αν πρόκειται για πραγματική εισβολή ξένου στοιχείου ή για μετακινήσεις μέσα σε έναν ευρύτερο χώρο, που οφείλονται σε κάποια εξωτερική πίεση. Η αλλαγή αυτή βεβαιώθηκε αρχαιολογικά και στην υπόλοιπη χώρα και πιθανότατα δεν είναι άσχετη με τη σύγχρονη μεγάλη καταστροφή που διαπιστώθηκε στις δυτικές και νότιες ακτές της Μικράς Ασίας. Είναι γεγονός πάντως ότι μέσα στην επόμενη Πρωτοελλαδική III περίοδο (2100-1900 π.Χ.) έγιναν οι ζυμώσεις και οι ανακατατάξεις, αποτελέσματα της προηγούμενης αναταραχής, που οδήγησαν στην εποχή της Μέσης Χαλκοκρατίας, τη Μεσοελλαδική.Τα φύλλα που κατοικούσαν στην Πελοπόννησο πριν από το 2000 π.Χ. ήταν οι λεγόμενοι πρωτο-Αχαιοί στην Αχαΐα, οι Καύκωνες στη Μεσσηνία και οι Πελασγοί, στο μεγαλύτερο μέρος της κεντρικής και ανατολικής πλευράς. Λίγο μετά το 2000 π.Χ. άρχισε η κάθοδος των Πρωτοελλήνων από τις βορειότερες περιοχές τη χώρας. Οι Ίωνες εγκαταστάθηκαν στην Αργολιδοκορινθία, στην Κυνουρία, στην Αχαΐα, στην Πισάτιδα, στη βόρεια Τριφυλία, και οι Αρκάδες στην κεντρική και βόρεια Αρκαδία, από όπου διέδωσαν αργότερα τη διάλεκτό τους, σε ολόκληρη την Πελοπόννησο.Μέσα στο πλαίσιο αυτό της ειρηνικής μέχρι το 2100 π.Χ. διαβίωσης των κατοίκων και της αναταραχής που έφερε η κάθοδος των νέων φύλων και ο αντίκτυπος της καταστροφής στην ανατολή, οι περιοχές της Πελοποννήσου συνέχισαν τη ζωή τους. Στην Αργολιδοκορινθία μικροί και μεγάλοι συνοικισμοί, χωρίς να είναι ενωμένοι αλλά διατηρώντας πάντοτε καλές σχέσεις, απλώθηκαν σε ολόκληρη την περιοχή, η οποία παρουσιάζεται έτσι ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη. Στις περισσότερες θέσεις προϋπήρχαν νεολιθικά χωριά, όμως η μεταβολή έγινε χωρίς συγκρούσεις. Οι καινούργιοι κάτοικοι δεν εξολόθρευσαν τους παλαιούς και οι πολιτισμοί διαδέχτηκαν ομαλά ο ένας τον άλλο. Ενιαία κεραμική με χρήση του κόκκινου και καφέ χρώματος και όπτηση που ποικίλλει σε ποιότητα βρέθηκε από τον Ισθμό μέχρι την Ασίνη: σχήματα απλά, στρογγυλά και λίγα όστρακα με εγχαράξεις, που δείχνουν πόσο νωρίς άρχισαν οι σχέσεις με τις Κυκλάδες. Η Λέρνα, σε καίρια θέση της αργολικής παραλίας, αποτελεί το καλύτερο δείγμα οργανωμένης πρωτοελλαδικής πόλης. Η καθαρή της στρωματογραφία έδωσε πολύτιμα στοιχεία για τη διαδοχή των περιόδων και τα αίτια των αλλαγών. Η Λέρνα III ιδρύθηκε στην Πρωτοελλαδική II περίοδο και οχυρώθηκε με διπλό τείχος. Μεγάλα κτίρια και ανάμεσά τους το περίφημο σπίτι των κεραμιδιών, ορθογώνιο πολυτελές οικοδόμημα με πολλά δωμάτια, διαδρόμους και κλίμακες για τον πρώτο όροφο, μαρτυρούν το πολιτιστικό επίπεδο των κατοίκων. Η κεραμική, με επικρατέστερο το τυπικό πρωτοελλαδικό σχήμα της σαλτσιέρας, είναι χειροποίητη και σπάνια γραπτή. Μεγάλη καταστροφή από φωτιά σήμανε το τέλος της Λέρνας III γύρω στο 2100 π.Χ., καταστροφή που δοκίμασαν επίσης η Τίρυνθα, η Ασίνη, οι Ζυγουριές και η Κόρινθος. Είναι φανερή η εχθρική επίθεση, όμως αβέβαιη η διάρκεια της κυριαρχίας των εισβολέων. Οι εισβολείς αυτοί αλλού συνάντησαν αντίσταση σθεναρή, αλλού διάθεση για συνθηκολόγηση, οπωσδήποτε πάντως δεν μπόρεσαν μεμιάς να γίνουν κύριοι όλης της περιοχής· ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα άλλη ομάδα των ίδιων εισβολέων ήρθε στην αργολική πεδιάδα, όπου βρήκε πληθυσμό, που ένα μέρος του είχε τις ίδιες με τις δικές της συνήθειες και στην περίπτωση αυτή η εγκατάσταση έγινε ομαλά. Όπου όμως οι παλαιοί κάτοικοι διατηρήθηκαν, η εγκατάσταση των νέων έγινε με βίαιο τρόπο. Από τις δύο αυτές εισβολές η πρώτη σημαδεύει το τέλος της πρωτοελλαδικής II και η δεύτερη το τέλος της Πρωτοελλαδικής III περιόδου και την αρχή των μεσοελλαδικών χρόνων. Μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα η Λέρνα (Λέρνα IV) ξαναχτίζεται, χωρίς αυτή τη φορά να οχυρωθεί ισχυρά. Χαρακτηριστικά τα αψιδωτά σχήματα των σπιτιών και τα καινούργια σχήματα των αγγείων (πρόχοι, μικρά κύπελλα, σκύφοι δίωτοι), κοσμημένα με απλή γραμμική διακόσμηση.Στη Μεσσηνία όπου διαβεβαιώθηκε η ύπαρξη 10 τουλάχιστον πρωτοελλαδικών συνοικισμών, συστηματικά ερευνήθηκε η ακρόπολη της Μάλθης. Εδώ τα τυπικά στοιχεία του αιγαιακού πολιτισμού εμφανίζονται αλλοιωμένα από τις αδριατικές επιδράσεις. Στην Αρκαδία έχουν επισημανθεί συνοικισμοί στα Αγιωργίτικα, στην Ηραία και στην ακρόπολη της Ασέας, που έχει συστηματικά ανασκαφεί και η κεραμική της έδειξε πρώιμες σχέσεις με τις Κυκλάδες. Στη Λακωνία κατοικήθηκε κυρίως η κοιλάδα του Ευρώτα. Η κεραμική φανερώνει υπεροχή των αργολικών τύπων, αλλά παράλληλα είναι βεβαιωμένη και η σχέση με την Κρήτη. Στα Κύθηρα, το νησί που βρίσκεται στον δρόμο της επικοινωνίας των λακωνικών ακτών με τα βόρεια παράλια της Κρήτης, μινωικά αντικείμενα βρέθηκαν μαζί με ελλαδικά. Στην Ηλεία τέλος και κατά μήκος της παραλίας της διαπιστώθηκαν πρωτοελλαδικές εγκαταστάσεις. Υπήρχε οπωσδήποτε επαφή με το Αιγαίο και ενδεικτικά γι’ αυτήν είναι τα κυκλαδικά ειδώλια που βρέθηκαν μαζί με οψιανό· για τον τελευταίο δεν είναι βέβαιο αν προήλθε από τη Μήλο ή από τη Λίπαρι.Μεσοελλαδική εποχή. Οι δημιουργοί του μεσοελλαδικού πολιτισμού μπορούν να θεωρηθούν ως οι πρώτοι Έλληνες. Την υπόθεση αυτή βεβαιώνει η αδιάσπαστη συνέχεια στην εξέλιξη μέχρι τα κλασικά χρόνια και τα στοιχεία που προέκυψαν από την αποκρυπτογράφηση της μυκηναϊκής γραφής και που πιστοποίησαν την ελληνικότητα των μεσοελλαδικών φύλων. Προβληματική πάντως παραμένει η καταγωγή τους και οι επιστήμονες διχάζονται ανάμεσα στην κάθοδο από το βορρά και στην εισβολή από την ανατολή. Η Π. βρέθηκε στο κέντρο αυτής της δημιουργίας. Τα αρχαιολογικά δεδομένα, μόνη πηγή της γνώσης μας για την εποχή, δείχνουν μια ευρεία εγκατάσταση, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αργολιδοκορινθίας, όπου ανασκάφθησαν, ή απλώς επισημάνθηκαν 37 θέσεις, και της Μεσσηνίας. Τα πληρέστερα στοιχεία έδωσαν οι ανασκαφές της Λέρνας και της Μάλλης· και στις δύο αυτές χαρακτηριστικές μεσοελλαδικές πόλεις συγκεντρώνονται τα γνωρίσματα της εποχής, δηλαδή η χρήση της μινυακής κεραμικής και παράλληλα της αμαυρόχρωμης, τα αψιδοειδή και ελλειπτικά αρχιτεκτονικά σχήματα, που τα διαδέχονται σε υστερότερη φάση τα ορθογώνια, και ο ενταφιασμός των νεκρών μέσα στα σπίτια. Bασική διαφορά ανάμεσα στη Λέρνα και στη Μάλθη είναι η οχύρωση της τελευταίας με έναν περίβολο. Ο περίβολος στην κορυφή του λόφου περικλείει τα θεμέλια σπιτιών σε πολύ πυκνή διάταξη, που τα δωμάτιά τους έφταναν μέχρι την εσωτερική όψη του τείχους. Στη δεύτερη φάση του συνοικισμού τα ορθογώνια σχήματα επικράτησαν στην αρχιτεκτονική. Ο τύπος της αδριατικής κεραμικής, που βρέθηκε στη Μάλθη, βρέθηκε επίσης και στην Αρκαδική Ασέα και είναι ενδεικτική για την ανάπτυξη των σχέσεων ανάμεσα στις περιοχές. Η ακρόπολη της Ασέας μετά την καταστροφή του τέλους της πρωτοελλαδικής περιόδου κατοικήθηκε από νέους κατοίκους, που χρησιμοποίησαν μινυακή κεραμική αργολικού τύπου και αργότερα αμαυρόχρωμη.Μέσα στην Άλτη της Ολυμπίας αποκαλύφθηκαν δύο αψιδωτά κτίσματα, στην υπόλοιπη Ηλεία ενδείξεις για μεσοελλαδική κατοίκηση υπάρχουν στη Φειά και στην περιοχή της Πίσας. Ευρύτερη παρουσιάζεται η εγκατάσταση στη Λακωνία, όπου οι αργολικές επιδράσεις υπάρχουν παράλληλα με τις μινωικές διεισδύσεις. Τα Κύθηρα, όπου μάλιστα αποκαλύφθηκε μινωικός οικισμός, δεν έπαψαν και την εποχή αυτή να αποτελούν τον συνδετικό κρίκο στις σχέσεις Λακωνίας - Κρήτης.Η στάθμη της μεσοελλαδικής ζωής βρίσκεται σχετικά χαμηλά. Όμως στο τέλος της περιόδου δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις εκείνες που οδήγησαν στην πρώτη μεγάλη εκδήλωση του ελληνισμού, τον μυκηναϊκό πολιτισμό, και η Π. ήταν η περιοχή όπου κυρίως συντελέστηκε αυτή η μεταμόρφωση. Μερικοί από τους βασιλικούς λαξευτούς τάφους των Μυκηνών ανήκουν στο τέλος της Μεσοελλαδικής εποχής και αποτελούν εξέλιξη του καθιερωμένου τύπου του κιβωτιόσχημου τάφου, δείχνοντας τη συνέχεια των εθίμων από τη Μέση στην Ύστερη εποχή του χαλκού. Η εξέλιξη υπήρξε γρήγορη, ο πλούτος συγκεντρώθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα και τα αρχαιολογικά δεδομένα μαρτυρούν μετάβαση από τη μια πολιτιστική φάση στην άλλη και όχι διάσπαση στη συνέχεια του ελλαδικού πολιτισμού.Υστεροελλαδική ή Μυκηναϊκή εποχή. Κατά την τελευταία περίοδο των προϊστορικών χρόνων, την Υστεροελλαδική ή Μυκηναϊκή (1600-1100 π.Χ.), η Π. έφτασε σε υψηλό επίπεδο πολιτισμού και έγινε ουσιαστικά το κέντρο του ελληνικού κόσμου. Οι ανασκαφές επαλήθευσαν τον θρύλο των πολυχρύσων Μυκηνών του Ομήρου. Η περίφημη ακρόπολη της Αργολίδας υπήρξε το κέντρο της ακτινοβολίας, ο χώρος γύρω από τον οποίο τοποθετήθηκαν από τους μεταγενέστερους οι βασικότεροι από τους μύθους της Πελοποννήσου· και δεν ήταν φυσικά τυχαίο, ότι ο Όμηρος τραγούδησε τον βασιλιά των Μυκηνών ως αρχηγό των Ελλήνων στην πρώτη μεγάλη εκστρατεία της ιστορίας τους, τον Τρωικό πόλεμο. Οι δύο μεγάλοι μυθολογικοί κύκλοι, των Περσειδών και των Πελοπιδών, από τους οποίους κατάγονταν ο Ηρακλής και οι Ατρείδες, διαμορφώθηκαν από τους θρύλους της περιοχής των ανακτόρων των Μυκηνών και της Τίρυνθας και έτσι οι Μυκήνες έμειναν στη συνείδηση των επερχομένων έως το κέντρο της δόξας των προγόνων και όταν πια δεν έγιναν παρά ένα ασήμαντο χωριό. Μνημεία όπως τα τείχη της Τίρυνθας και ο θησαυρός του Ατρέα –ο μέγας θολωτός τάφος, που αποδόθηκε στον μυθικό βασιλιά– μαρτυρούν τις δυνατότητες που είχε η μυκηναϊκή αρχιτεκτονική, η οποία υπήρξε η απαρχή της ελληνικής αρχιτεκτονικής, όπως αυτή διαμορφώθηκε στα ιστορικά χρόνια. Ο τύπος του ελληνικού ναού με τον πρόδομο, τον σηκό και τον οπισθόδομο είναι μία παραλλαγή του μυκηναϊκού μεγάρου, της κατοικίας του βασιλιά.Δεύτερο μεγάλο κέντρο, τουλάχιστον όσο μαρτυρούν τα αρχαιολογικά δεδομένα, υπήρξε η Μεσσηνία. Το ανάκτορο του Εγκλιανού, κοντά στην Πύλο, που ο ανασκαφέας του το ταύτισε με το παλάτι του Νέστορα, του σοφού Μεσσήνιου γέροντα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, αλλά και ένας μεγάλος αριθμός θολωτών και θαλαμωτών τάφων με πλούσια κτερίσματα, εγκατεσπαρμένων σε όλη τη δυτική πλευρά της Μεσσηνίας, μαρτυρούν την ακμή της, που πρέπει να ήταν ανάλογη με εκείνη της Αργολίδας.Η αρχαιολογική έρευνα δεν επεσήμανε ακόμα τη θέση του ανακτόρου της Σπάρτης, δεν υπάρχει όμως αμφιβολία για τη σπουδαιότητα της περιοχής κατά τη μυκηναϊκή περίοδο. Ευρήματα, όπως τα μοναδικά χρυσά κύπελλα του Βαφειού, είναι αψευδείς μάρτυρες. Άλλωστε και ο Όμηρος περιγράφοντας στην Οδύσσεια τον ερχομό του Τηλέμαχου στο παλάτι του Μενελάου παρουσιάζει τον νεαρό ήρωα να μένει κατάπληκτος από την πολυτέλεια και τον πλούτο που βλέπει γύρω του.Η τελευταία φάση της Μυκηναϊκής περιόδου (1400 – 1100 π.Χ.) ήταν η περίοδος της μεγάλης ακμής με την οργάνωση των ανακτόρων και των πόλεων, την ανάπτυξη της γραφής και τις μνημειακές μορφές της τέχνης. Οι Μυκηναίοι απέκτησαν δύναμη και πλούτο, παράλληλα η Κρήτη είναι σε παρακμή και οι Αχαιοί βασιλιάδες βρίσκονται στο απόγειο της δύναμής τους. Από τον 14o αι. π.Χ. άρχισε η εξάπλωση προς τη δύση και την Ανατολή. Η κεραμική που βρέθηκε από την Ταρσό μέχρι την Παλαιστίνη καθώς και στη Νότια Ιταλία - Σικελία δείχνει το μέγεθος της μυκηναϊκής ηγεμονίας. Η Μεσόγειος υπήρξε ο μεγάλος δρόμος που έφερε τους Μυκηναίους στις ακτές της Ασίας και της Αφρικής.Ο Τρωικός πόλεμος δηλώνει συγχρόνως τη μεγάλη ισχύ των Μυκηναίων και την αρχή της παρακμής τους. Πίσω από τον μύθο της Ελένης της Σπάρτης και της αρπαγής της κρύβεται μια πραγματική επιχείρηση των Αχαιών στις βορειοανατολικές ακτές της Μικράς Ασίας γύρω στο 1200 π.Χ. Τα αρχαιολογικά δεδομένα βεβαιώνουν την εκστρατεία, αλλά όχι και εγκατάσταση των Αχαιών. Οι θρύλοι γύρω από τη δύσκολη επιστροφή στην πατρίδα, πηγή του έπους της Οδύσσειας, απηχούν την πραγματικότητα της αποτυχίας των Μυκηναίων να εγκατασταθούν στις περιοχές που κατέκτησαν. Το σημαντικό ιστορικό συμπέρασμα για τον Τρωικό πόλεμο είναι, ότι υπήρξε μία εκστρατεία, κατά την οποία οι κάτοικοι της Ελλάδας εμφανίστηκαν ενωμένοι. Από την Πύλο μέχρι την Ιωλκό και από την Κρήτη μέχρι τα πλέον απομακρυσμένα νησιά της Δωδεκανήσου ξεκίνησαν οι Αχαιοί του Ομήρου και όλοι αυτοί αναγνώρισαν ως αρχηγό τον βασιλιά των Μυκηνών. Η παράδοση και η αρχαιολογική έρευνα λοιπόν συμφωνούν ως προς το κέντρο του μυκηναϊκού κόσμου.Ο 12ος αι. ήταν η αρχή της μυκηναϊκής παρακμής, που ολοκληρώθηκε τον 11o με την οριστική διάσταση της εξουσίας των ανακτόρων και την εμφάνιση στον χώρο της Π. αλλά και της Ελλάδας γενικότερα νέων στοιχείων, που αποτέλεσαν την αρχή μιας άλλης εποχής.Η «σκοτεινή εποχή»: 10ος - 9ος - 8ος αι. Με το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου και τη διάλυση της κεντρικής εξουσίας αρχίζει μία μακρά περίοδος αλλαγών και ανακατατάξεων. Οι αρχαιολογικές έρευνες ρίχνουν συνεχώς φως σε αυτή τη σκοτεινή εποχή των 3 πρώτων αιώνων της πρώτης χιλιετίας π.Χ., εποχή κατά την οποία η κοινή εθνική συνείδηση αναπτύσσεται και παράλληλα συνειδητοποιείται η κοινή καταγωγή και η λατρεία των θεών και των ηρώων - προγόνων. Η παράδοση συνέδεσε τους Δωριείς, το φύλο που κυριάρχησε στην Π. στα τέλη του 12ου αι. π.Χ., με την επιστροφή των απογόνων του Ηρακλή, που κατέβηκαν από τις βόρειες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας και πέρασαν στην Πελοπόννησο από το Ρίο με τη βοήθεια των Αιτωλών. Οι Αιτωλοί κατέλαβαν την Αχαΐα και την Ηλεία, ενώ οι Δωριείς, χωρισμένοι σε 4 ομάδες με αρχηγούς τον Τήμενο, τον Αλήτη, τον Αριστόδημο και τον Κρεσφόντη, κατευθύνθηκαν προς την Αργολίδα, την Κορινθία, τη Λακωνία και τη Μεσσηνία. Στις δύο πρώτες περιοχές επικράτησαν ύστερα από συγκρούσεις, ενώ στη Λακωνία και στη Μεσσηνία χωρίς να συναντήσουν αντίσταση.Μετά τη δωρική εγκατάσταση σχηματίστηκαν στην Πελοπόννησο τα κράτη της Κορίνθου, του Άργους, της Σπάρτης και μερικά άλλα με μικρότερη ισχύ. Οι συγκρούσεις ήταν αναπόφευκτες, ιδιαίτερα μεταξύ του Άργους και της Σπάρτης, που διεκδίκησαν από την αρχή την ηγετική θέση στην Π. Το κράτος του Άργους είχε υπό τον έλεγχό του την περιοχή της Αργολίδας, γρήγορα όμως απλώθηκε μέχρι τον Μαλέα. Η γειτνίαση με την Κόρινθο, που χάρη στην επίκαιρη θέση της προσανατολίστηκε από νωρίς προς το εμπόριο και την ίδρυση αποικιών, και με τη Σπάρτη, που θέλησε πρώτα να εξασφαλίσει τα βόρεια σύνορά της και μετά να στραφεί προς την κατάκτηση της εύφορης μεσσηνιακής πεδιάδας, ανάγκασε το κράτος του Άργους να μάχεται και στα δύο μέτωπα, ενώ η Σπάρτη και η Κόρινθος παρουσιάστηκαν συχνά ως σύμμαχοι στις μετέπειτα ιστορικές εξελίξεις. Η εξουσία στη Σπάρτη μοιράστηκε σε δύο βασιλικά γένη, τους Ευρυπωντίδες και τους Αγιάδες, που ονομάστηκαν έτσι από τους εγγονούς του Αριστόδημου. Τον 8o αι. γίνεται η πρώτη δύναμη στην Πελοπόννησο. Την εξουσία ασκεί ουσιαστικά η Γερουσία, αποτελούμενη από 30 μέλη, τα δύο από τα οποία είναι οι βασιλιάδες. Η Εκκλησία του Δήμου, η συνέλευση δηλαδή των Σπαρτιατών πολιτών, συνέρχεται, αλλά το έργο της περιορίζεται στην επικύρωση των νόμων της γερουσίας. Ο θεσμός των 5 Εφόρων, που καθιερώθηκε λίγο αργότερα, υπήρξε μια σημαντική καινοτομία στο σπαρτιατικό πολίτευμα και οδήγησε προοδευτικά στην εξασθένηση της βασιλικής εξουσίας. Κατά την περίοδο της βασιλείας του Τηλέκλου, που καλύπτει ένα μέρος του πρώτου μισού του 8ου αι., οι Σπαρτιάτες, αφού κατέκτησαν τις Γερόνθρες, τις Αμύκλες και τη Φάρη, εξασφάλισαν το τμήμα των συνόρων τους, που κινδύνευε από την επέκταση του κράτους των Αργείων προς τον νότο. Παράλληλα, μετά την κατάληψη της ορεινής περιοχής μεταξύ Λακωνίας - Μεσσηνίας, ήταν πλέον σε θέση να αποδυθούν στη μεγάλη επιχείρηση, την επίθεση εναντίον της Μεσσηνίας. Ο πόλεμος αυτός υπήρξε ο πρώτος μεγάλος πόλεμος της ελληνικής ιστορίας. Η χρονολόγησή του αμφισβητείται, επικρατέστερη πάντως είναι η άποψη, που τον τοποθετεί μεταξύ των ετών 735 και 715 π.Χ. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, τους Μεσσηνίους βοήθησαν οι Αργείοι και οι Αρκάδες, ενώ τη δύναμη των Σπαρτιατών ενίσχυσαν οι Κορίνθιοι από εχθρότητα προς τους Αργείους. Ο πολυετής αυτός πόλεμος, που έληξε με την ήττα των Μεσσηνίων, σταθεροποίησε τη θέση της Σπάρτης, ως ηγετικής δύναμης στην Π., παράλληλα όμως δημιούργησε εσωτερικά προβλήματα και κοινωνικοπολιτική αναταραχή, αποτελέσματα της οποίας υπήρξαν κατά τις αρχές του 7ου αι. η ήττα των Σπαρτιατών σε μάχη προς τους Αργείους και η επανάσταση των Μεσσηνίων ειλώτων.Μεγάλη αποικιακή δραστηριότητα ανέπτυξαν οι πελοποννησιακές πόλεις γύρω στα τέλη του 8ου αι. π.Χ., ιδίως προς τη Δύση. Οι Κορίνθιοι ίδρυσαν την Κέρκυρα, από την οποία προήλθαν το 734 οι Συρακούσες στη Σικελία, και οι Σπαρτιάτες τον Τάραντα στην Κάτω Ιταλία το 707 μετά τη στάση των παρθενιών, ενώ Αχαιοί άποικοι ίδρυσαν ήδη από το 721 και το 710 τη Σύβαρη και τον Κρότωνα.Η Κόρινθος έστρεψε τη δραστηριότητά της προς την ανάπτυξη του εμπορίου της και την ίδρυση αποικιών (Κέρκυρα, Συρακούσες) που βοήθησαν στην εξάπλωση των συναλλαγών της. Η άνθηση του κεραμικού της εργαστηρίου και η διάδοση των προϊόντων του έφεραν ευημερία στην πόλη. Παράλληλα η επαφή με την ανατολή είχε ως αποτέλεσμα πρώτη η Κόρινθος να δημιουργήσει τον ανατολίζοντα ρυθμό – την αρχή της αρχαϊκής τέχνης.Από τον 8o αι. π.Χ. η Πελοπόννησος κατέκτησε την πρώτη θέση στη χαλκουργία, με κέντρα το Άργος, την Κόρινθο και τη Σπάρτη. Το ιερό της Ολυμπίας, που έγινε μετά την καθιέρωση των ολυμπιακών αγώνων ένα από τα μεγάλα πανελλήνια ιερά, είναι το κατεξοχήν ιερό των χαλκών αναθημάτων. Από τα ευρήματα των ανασκαφών του μαθαίνουμε για την άνθηση της πελοποννησιακής χαλκουργίας κατά τη γεωμετρική και την αρχαϊκή εποχή. Πρωτεύουσα θέση στο θεματολόγιο κατέχουν το άλογο και ο άνθρωπος· παράλληλα, με την εισαγωγή του μύθου στην ελληνική τέχνη, την άντληση δηλαδή θεμάτων από τα επεισόδια των μυθολογικών κύκλων που διαμορφώθηκαν μέσα στον 8ο αι., σκηνές μύθων εικονίζονται πολύ συχνά στα αναθήματα της Ολυμπίας, κυρίως στις επιφάνειες των ποδών των μεγάλων μνημειακών τριπόδων και στα όχανα των ασπίδων. Οι ίδιες πόλεις υπήρξαν επίσης τα κέντρα των εργαστηρίων της κεραμικής, από τα οποία εκείνο του Άργους γνώρισε ιδιαίτερη ακμή από την πλευρά της καλλιτεχνικής ποιότητας, συνεχίζοντας έτσι την παράδοση της περιοχής στην τέχνη του πηλού. Για την αρχιτεκτονική των ίδιων αυτών χρόνων ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε. Τα ευτελή ή φθαρτά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν δεν επέτρεψαν να διατηρηθούν τα πρώιμα εκείνα κτίσματα (μόνα δείγματα τα αψιδωτά και καμπυλόγραμμα οικοδομήματα των Μυκηνών). Οπωσδήποτε όμως ήταν η εποχή της μεταμόρφωσης του μυκηναϊκού μεγάρου σε ελληνικό ναό εν παραστάσι· για τον λόγο αυτό το πήλινο ομοίωμα ναού με αετωματική στέγη, από το Ηραίο του ΄Αργους, αποτελεί ένα εύρημα μοναδικής σημασίας.Οι πρώτοι αιώνες της ελληνικής ιστορίας υπήρξαν επίσης η εποχή της διαμόρφωσης της θρησκείας των θεών του Ολύμπου. Με την κατάρρευση των Αχαιών ηγεμόνων οι παλαιότερες λατρείες δεν παραμερίστηκαν και είναι ενδεικτική γι’ αυτό η συνέχεια της λατρείας και κατά τα ιστορικά χρόνια, που διαπιστώνεται σε όλα τα μυκηναϊκά ιερά. Όμως τη θέση των παλαιών θεοτήτων πήραν σιγά σιγά οι ολύμπιοι θεοί: στην Πρόσυμνα η Ήρα λατρεύτηκε στη θέση της παλαιάς θεάς και στην Ολυμπία διαδέχθηκε τη θεά Γη. Στις Αμύκλες, χωρίς να παραμεριστεί ο Υάκινθος, καθιερώθηκε η λατρεία του Απόλλωνα. Σε αυτά τα πρώιμα χρόνια οι τοπικές λατρείες είχαν μεγάλη διάδοση, ιδιαίτερα στην Αρκαδία, όπου γενικότερα η θρησκευτική ζωή ακολούθησε ένα ξεχωριστό δρόμο με πολύ μυστηριακό χαρακτήρα. Τα έπη του Ομήρου και του Ησιόδου βοήθησαν ουσιαστικά στη συνειδητοποίηση της λατρείας των ολύμπιων θεών, που εκτόπισαν προοδευτικά τους ήρωες από τις θρησκευτικές πανηγύρεις. Τα Ίσθμια, τα Νέμεα και τα Ολύμπια, οι 3 μεγάλες πελοποννησιακές εκδηλώσεις, είχαν αρχικά νεκρικό χαρακτήρα και καθιερώθηκαν προς τιμήν ηρώων – του Μελικέρτη, του Οφέλτη και του Πέλοπα. Ο Πέλοπας, ο γενάρχης των Ατρειδών, λατρεύτηκε στην Ολυμπία μέχρι την εποχή που οι Ηλείοι επέβαλαν τη λατρεία του Δία και το ιερό πήρε έτσι τη μορφή του πανελληνίου.7ος - 6ος αι. O 7ος αι. βρήκε τις δύο μεγάλες πελοποννησιακές πόλεις Κόρινθο και Σικυώνα με τυραννικά πολιτεύματα. Στην Κόρινθο, οι Βακχιάδες κατέλαβαν την εξουσία ήδη από τα τέλη του 8ου αι., θέτοντας τις βάσεις για τη μεγάλη ακμή της πόλης, στην οποία την οδήγησε η δυναστεία των Κυψελιδών. Αυτή την ίδια εποχή στη Σικυώνα, η εξουσία είναι στα χέρια των Ορθαγοριδών, ενώ παράλληλα συνεχιζόταν ο ανταγωνισμός μεταξύ του Άργους και της Σπάρτης. Η αρχή του Φείδωνα στο Άργος οδήγησε την πόλη σε μεγάλη άνοδο και αποτέλεσμα της ισχύος αυτής υπήρξε η νίκη επί της Σπάρτης στη μάχη του 669. Η νίκη αυτή των Αργείων αντανακλάται στους επόμενους ολυμπιακούς αγώνες, τους οποίους οργάνωσαν οι νικητές μαζί με τους Πισάτες, εκτοπίζοντας προσωρινά τους Ηλείους, που ήταν αυτή την εποχή σύμμαχοι των Σπαρτιατών. Όμως, 10 χρόνια αργότερα οι Σπαρτιάτες νίκησαν τους Αργείους σε μάχη που έγινε στα ορεινά της Αρκαδίας, στην περιοχή της Φιγάλειας, ο δρόμος προς την Ηλεία άνοιξε ξανά για τα σπαρτιατικά στρατεύματα και οι Ηλείοι ανέλαβαν και πάλι την οργάνωση των Ολυμπιάδων. Η οριστική επιβολή της Σπάρτης και η αναγνώρισή της ως ηγετικής δύναμης στην Π. έγινε μόνο έναν αιώνα αργότερα. Η πρώτη δεκαετία του 6ου αι. σημαδεύτηκε από τον λεγόμενο A’ Ιερό Πόλεμο για την ανεξαρτησία του ιερού των Δελφών έναντι της Κρίσσας, στον οποίο ο τύραννος της Σικυώνας Κλεισθένης είχε ηγετικό ρόλο. Όμως, παρά την επιβολή των θελήσεών του και την καταστροφή της Κρίσσας, η δυναστεία των τυράννων της Σικυώνας κατέρρευσε μερικά χρόνια αργότερα οπότε η Σπάρτη βρήκε την ευκαιρία να επέμβει, να ελευθερώσει τις Κλεωνές από την κυριαρχία της Σικυώνας, να καταστρέψει τους Πισάτες και να ταπεινώσει έτσι ακόμα περισσότερο τους Σικυώνιους και τους συμμάχους τους. Η αντίθεση της Σπάρτης προς τα τυραννικά καθεστώτα ήταν στην πραγματικότητα η έκφραση της αντίθεσης του δωρικού στοιχείου προς τις αριστοκρατικής καταγωγής οικογένειες των τυράννων, που η συχνά φωτισμένη καθοδήγησή τους οδήγησε τις πόλεις, όπου εγκαθιδρύθηκαν τέτοια καθεστώτα, σε πολιτιστική και οικονομική άνοδο. Η νίκη της Σπάρτης και η συνθήκη του 560 με την Τεγέα έφερε την οργάνωση μιας πρώτης συμμαχίας πελοποννησιακών πόλεων γύρω από την ηγέτιδα λακωνική πόλη.Τα κεραμικά εργαστήρια της Πελοποννήσου εξακολούθησαν να ακμάζουν στον 7o αι., εποχή του ανατολίζοντος ρυθμού, και στον 6o, εποχή του μελανόμορφου. Η Κόρινθος κυριάρχησε στις αγορές της Δύσης και της Ανατολής μέχρι τις αρχές του 6ου αι. όταν τα αθηναϊκά εργαστήρια διεκδίκησαν με τα προϊόντα τους την πρώτη θέση και κατόρθωσαν να την κατακτήσουν, εκτοπίζοντας έτσι οριστικά την Κόρινθο από τις διεθνείς αγορές, γεγονός που είχε ως φυσιολογικό επακόλουθο την παρακμή της κορινθιακής κεραμικής. Σε αυτή την ίδια περίοδο αμείωτη συνεχίστηκε η άνθηση των εργαστηρίων της πλαστικής και της χαλκουργίας. Μεταξύ των έργων της μεγάλης πλαστικής του 6ου αι. ξεχωριστή είναι η θέση δημιουργιών των πελοποννησιακών εργαστηρίων, όπως του συντάγματος του Κλέοβι και του Βίτωνα και του Κούρου της Τεγέας. Στην αρχιτεκτονική, στη διαμόρφωση της οποίας η Πελοπόννησος είχε ηγετική θέση, έξοχα δείγματα της πορείας για την αναζήτηση της τελειότητας του ρυθμού αποτελούν τα ερείπια του ναού της Ήρας στην Ολυμπία και του Απόλλωνα στην Κόρινθο.Κλασικοί xρόνoι. O 5ος αι., η εποχή της μεγάλης δόξας του ελληνισμού, ήταν εποχή ακμής και για την Π., η συμμετοχή της οποίας στα διάφορα ιστορικά γεγονότα υπήρξε πρωταρχικής σημασίας. Κατά τη διάρκεια των περσικών πολέμων από το 490 (μάχη του Μαραθώνα) μέχρι το 479 (μάχη των Πλαταιών) οι πελοποννησιακές πόλεις, και ιδίως η Σπάρτη, παραμερίζοντας τις αντιθέσεις μεταξύ τους και με την Αθήνα, βοήθησαν με κάθε δύναμη στον κοινό αγώνα των Ελλήνων κατά των βαρβάρων Μήδων. Στην άτυχη αλλά ένδοξη μάχη των Θερμοπυλών η τιμή αποδόθηκε ολόκληρη στους Πελοποννήσιους, οι οποίοι αντιπροσωπεύθηκαν από τον ολιγάριθμο στρατό του Σπαρτιάτη βασιλιά. Αλλά η ένωση των ελληνικών πόλεων δεν ήταν δυνατό να διατηρηθεί και μετά τα μηδικά. Ακολούθησε μία περίοδος 50 χρόνων κρυφού και φανερού ανταγωνισμού μεταξύ των δύο πόλεων, που ξεχώρισαν μέσα στον ελληνικό χώρο, των Αθηνών και της Σπάρτης. Η Σπάρτη προσπάθησε χωρίς επιτυχία να αποτρέψει την άνοδο της αθηναϊκής ισχύος, που πήρε ουσιαστική μορφή με τη συγκρότηση της λεγομένης A’ Αθηναϊκής Συμμαχίας, και η προσπάθεια αυτή οδήγησε στην έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου, που υπήρξε η αρχή του τέλους του αρχαίου ελληνισμού.Περίπου μια δεκαετία μετά τα μηδικά, προφανώς κάτω από την επίδραση της αίγλης του αθηναϊκού κράτους, δημιουργήθηκε στην Π. κάποια κίνηση εκδημοκρατισμού, η οποία εκδηλώθηκε σαφέστερα στην Ήλιδα. Η κίνηση αυτή είχε φυσικά αντισπαρτιατικό χαρακτήρα και έτσι η πρώην σύμμαχος της Σπάρτης μπήκε στην ομάδα των αντιπάλων της μέσα στον πελοποννησιακό χώρο. Το δυσχερές για τους Λακεδαιμόνιους κλίμα επιδεινώθηκε με τη στάση των Μεσσηνίων ειλώτων, που εκδηλώθηκε μετά τον καταστρεπτικό για τη Σπάρτη σεισμό του 464. Όμως 8 χρόνια αργότερα, στην περίφημη μάχη της Τανάγρας (456), οι Λακεδαιμόνιοι με τη βοήθεια των Θηβαίων κατανίκησαν τους Αθηναίους και τους Αργείους συμμάχους τους. Η σύναψη το 445 ειρήνης με διάρκεια 30 ετών μεταξύ Αθηνών και Σπάρτης έθεσε προσωρινά τέρμα στις εμφύλιες συρράξεις και απλά ανάστειλε την έναρξη του πολέμου. Αλλά η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη ιστορικά: η αντίθεση μεταξύ Κορίνθου και Κέρκυρας εξαιτίας της Επιδάμνου έδωσε την αφορμή για την έκρηξη του πολέμου, που κράτησε 27 χρόνια (431-404) και τελείωσε με νίκη της Σπάρτης και ταπείνωση των Αθηνών, είχε όμως οδυνηρά επακόλουθα όχι μόνο για τους ηττημένους, αλλά και για τους νικητές, διότι ανέκοψε την πολιτιστική άνοδο και εξουθένωσε οικονομικά όλες τις πόλεις, που πήραν μέρος σε αυτόν.Ο 4ος αι. μπήκε με τις συγκρούσεις των Ηλείων και των Σπαρτιατών. Οι τοπικές έριδες άρχισαν ήδη με το τέλος του μεγάλου πολέμου. Ο πρώτος όμως σημαντικός πόλεμος αυτού του αιώνα ήταν ο ονομαζόμενος Κορινθιακός (395-387), στονοποίο η Σπάρτη, με βασιλιά τον Αγησίλαο, που αναγκάστηκε να τον ανακαλέσει από την επιτυχημένη εκστρατεία του στη Μικρά Ασία, αντιμετώπισε τις ενωμένες δυνάμεις των Αθηναίων, Θηβαίων, Κορινθίων, Aργείων και Θεσσαλών. Ο πόλεμος αυτός έδωσε την ευκαιρία στους Πέρσες να αναμειχθούν ξανά στα ελληνικά πράγματα και, από τη δύσκολη θέση που τους έφερε η εκστρατεία του Αγησιλάου, να γίνουν ξαφνικά οι ρυθμιστές της κατάστασης στην Ελλάδα, αφού οι Σπαρτιάτες ήταν εκείνοι που τους έδωσαν την ευκαιρία, με την επιδίωξη της ατιμωτικής για την Ελλάδα Ανταλκίδειας ειρήνης. Έτσι, μετά το 379, η Σπάρτη εμφανίζεται πάλι στην ηγετική θέση μεταξύ των ελληνικών πόλεων. Η κυριαρχία της όμως δεν θα κρατήσει πολύ. Η αντίθεση με τους Θηβαίους, οι οποίοι επίσης επεδίωξαν την ηγεμονία της Ελλάδας, οδήγησε σε μια σειρά συγκρούσεων. Μετά την ήττα των Σπαρτιατών στα Λεύκτρα (370), οι Θηβαίοι επιχείρησαν 4 εκστρατείες στην Πελοπόννησο, φτάνοντας μάλιστα μέχρι σχεδόν έξω από τη Σπάρτη. Την ταπείνωση της σπαρτιατικής δύναμης οι αντίπαλοί της την τόνισαν ακόμα περισσότερο με τη συμμετοχή τους στην ίδρυση δύο πόλεων, της Μεγαλόπολης και της Μεσσήνης, στις παρυφές του λακωνικού κράτους.Οι αλλεπάλληλοι αυτοί πόλεμοι εξασθένισαν ουσιαστικά την Π. Έτσι όταν η ανερχόμενη νέα δύναμη του ελληνισμού, οι Μακεδόνες, επιχείρησαν την ανάληψη της ηγεμονίας στον ελληνικό χώρο, η Π. δεν μπόρεσε να την εμποδίσει. Μετά την αποφασιστική για την τύχη της Ελλάδας και της Μακεδονίας μάχη της Χαιρώνειας (338), ο Φίλιππος οργάνωσε συμμαχία πολλών πελοποννησιακών πόλεων εναντίον της Σπάρτης (Αργείοι, Μεσσήνιοι, Αρκάδες). Η εκστρατεία εναντίον της Λακεδαίμονος είχε ως αποτέλεσμα την απόσπαση πολλών περιοχών και την απόδοσή τους στους Αργείους, τους Τεγεάτες και τους Μεσσηνίους, στους οποίους ανήκαν αρχικά.Οι πελοποννησιακές, αλλά και οι άλλες ελληνικές πόλεις, αναγκάστηκαν στο Συνέδριο της Κορίνθου να αναγνωρίσουν τη μακεδονική κυριαρχία και να συμμετάσχουν στην εκστρατεία εναντίον της Περσίας. Η Σπάρτη αρνήθηκε και είναι γι’ αυτό χαρακτηριστική η φράση με την οποία ο Αλέξανδρος συνόδευσε το ανάθημά του στην Ακρόπολη: «Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων…». Κατά τη διάρκεια της απουσίας του Αλεξάνδρου η Σπάρτη προκάλεσε επανάσταση των Ηλείων, Αχαιών και Αρκάδων, αλλά και η ενέργεια αυτή απέτυχε. Στους αγώνες που ακολούθησαν μεταξύ των Διαδόχων του Αλεξάνδρου η Π. πολλές φορές έγινε πεδίο μαχών και συγκρούσεων και πλούσιες περιοχές της όπως η Αργολίδα και η Ήλιδα συχνά λεηλατήθηκαν.Μέσα σε αυτό το πλαίσιο των πολέμων στους δύο αυτούς αιώνες της κλασικής εποχής η τέχνη έφτασε στην ακμή της και η Π. δεν έμεινε αμέτοχη σε αυτό. Τα γλυπτά που διακόσμησαν τον ναό του Δία στην Ολυμπία υπήρξαν η πρώτη έκφραση της κλασικής τέχνης, όπως αυτή διαμορφώθηκε αργότερα στον Παρθενώνα. Οι μεγάλοι ναοί, που οικοδομήθηκαν σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Π. αποτελούν λαμπρά δείγματα της αρχιτεκτονικής· ξεχωρίζουν ανάμεσά τους ο περίφημος ναός των Βασσών της Φιγάλειας, ο ναός της Τεγέας, ο ναός του αργολικού Ηραίου. Στην Ολυμπία συγκεντρώθηκαν, ως αναθήματα στο ιερό, πολλά από τα αριστουργήματα της ελληνικής τέχνης. Από την εποχή όμως του Αλεξάνδρου η ελληνική τέχνη απέκτησε οικουμενικό χαρακτήρα, οι διαφορές των τοπικών εργαστηρίων έπαψαν να υπάρχουν και η τέχνη της Π. εντάχθηκε μέσα στα γενικότερα ρεύματα της ελληνικής.Ελληνιστικοί χρόνοι. H ίδρυση της Αχαϊκής Συμπολιτείας το 280 είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο της δύναμης των ενωμένων πελοποννησιακών πόλεων, γεγονός που επέφερε τη σύγκρουση με τους Μακεδόνες κατακτητές. Παράλληλα αυξήθηκε και πάλι η σπαρτιατική δύναμη με τις μεταρρυθμίσεις των βασιλιάδων της Άγη και Κλεομένη, αλλά η άνοδος αυτή αντί να οδηγήσει σε μια ένωση ολόκληρης της Π. εναντίον των Μακεδόνων, αντίθετα οδήγησε στη σύγκρουση μεταξύ της Αχαϊκής Συμπολιτείας και της Σπάρτης και έτσι για μια ακόμα φορά θριάμβευσε ο μικρόψυχος τοπικισμός των Πελοποννησίων. Τα μέλη της Αχαϊκής Συμπολιτείας ζήτησαν επιπλέον τη βοήθεια των Μακεδόνων, των μέχρι τότε εχθρών τους. Η σύμπραξη αυτή έφερε αντιμέτωπες τις αντιμαχόμενες δυνάμεις στη μάχη της Σελλασίας, όπου οι Σπαρτιάτες νικήθηκαν κατά κράτος (222). Οι Μακεδόνες εγκατέστησαν ξανά τις φρουρές τους στις πόλεις από τις οποίες εκδιώχθηκαν οπότε η αντίθεση Αχαιών - Λακεδαιμονίων επέφερε τη μεγαλύτερη σταθεροποίηση της μακεδονικής κυριαρχίας στην Π. και την οριστική κατάρρευση της σπαρτιατικής ισχύος. Η μάχη της Σελλασίας υπήρξε σημαντικός σταθμός στην ιστορία της Σπάρτης. Η ένδοξη πόλη δεν κατόρθωσε έκτοτε να ανακτήσει την προηγούμενη δύναμή της.Η διάσπαση της ενότητας των πόλεων της Π. και η βαθμιαία παρακμή, στην οποία οδήγησαν οι εμφύλιοι σπαραγμοί παράλληλα με την αδυναμία των Μακεδόνων να εγκαθιδρύσουν μια σταθερή εξουσία και να οργανώσουν ένα ισχυρό ελληνικό κράτος, έκαναν την Ελλάδα εύκολη λεία στα επεκτατικά σχέδια των Ρωμαίων. Η πρώτη ήττα των Μακεδόνων από τους Ρωμαίους το 197 πανηγυρίστηκε από τους Πελοποννήσιους, οι οποίοι ούτε και τότε κατάφεραν να ξεπεράσουν τα τοπικά μίση και να αντιμετωπίσουν την κατάσταση με ευρύτερο πνεύμα. Οι Ρωμαίοι εκμεταλλεύτηκαν αυτή την ελληνική αδυναμία και έξυπνα υποκίνησαν διάφορες διασπαστικές κινήσεις, ώστε να εκμηδενιστούν και οι λίγες προσπάθειες της Αχαϊκής Συμπολιτείας, του τελευταίου ελληνικού οχυρού, η οποία την εποχή αυτή με τον Φιλοποίμενα έδινε τον ύστατο αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία. Το 168 οι Ρωμαίοι υπέταξαν οριστικά τη Μακεδονία και 22 χρόνια αργότερα, αφού προηγουμένως κατόρθωσαν να αποσπάσουν πόλεις από τη Συμπολιτεία, κατέλαβαν και λεηλάτησαν την πλούσια Κόρινθο, οδηγώντας έτσι στο τέλος του όχι μόνο τον πελοποννησιακό, αλλά και ολόκληρο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο.Ρωμαιοκρατία. Η καταστροφή της Κορίνθου το 146 π.Χ. ήταν η τελευταία πράξη στην προσπάθεια των Ρωμαίων να μεταβάλουν την Ελλάδα σε ρωμαϊκή επαρχία. Μετά την ίδρυση της Επαρχίας της Αχαΐας, που συμπεριέλαβε την Π., τα νησιά του Ιονίου, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Στερεά, μόνο η Σπάρτη, το Κοινόν των Ελευθερολακώνων, κατόρθωσε να διατηρήσει αυτονομία. Η Κόρινθος, ρωμαϊκή πλέον πόλη μετά την ανοικοδόμησή της, έγινε το διοικητικό κέντρο της υποταγμένης Ελλάδας. Γενική παρακμή στις εκδηλώσεις της ζωής και του πνεύματος, μείωση του εμπορίου, περιορισμός στην καλλιέργεια της γης, έλλειψη κάθε καλλιτεχνικής πρωτοβουλίας χαρακτήρισαν την περίοδο της ρωμαϊκής κατοχής στην Π. όπως άλλωστε και σε ολόκληρη την Ελλάδα.Ο πρώτος Μιθριδατικός πόλεμος (88 – 84 π.Χ.), όπως ονομάστηκε από τον βασιλιά του Πόντου, που θέλησε να διεκδικήσει τις κτήσεις της Μικράς Ασίας από τους Ρωμαίους, έδωσε την ευκαιρία στην Π., όπως και σε άλλες ελληνικές περιοχές, να εκδηλώσει την αντίθεσή της προς τον κατακτητή, παίρνοντας το μέρος του βασιλιά του Πόντου, με την ελπίδα ότι οι τόσες νίκες του στη Μικρά Ασία θα είχαν συνέχεια και αποτέλεσμα ευνοϊκό για την κατεχόμενη Ελλάδα. Όμως ο πόλεμος έληξε με τη συνθηκολόγηση του Μιθριδάτη, ενώ ο Σύλλας, ο επικεφαλής του ρωμαϊκού στρατού στρατηγός, εκδικούμενος τη συμμετοχή της Π. στον πόλεμο, είχε ήδη λεηλατήσει τα ιερά της Επιδαύρου και της Ολυμπίας.Στην αποφασιστική, για τη διαμόρφωση του ρωμαϊκού κράτους ως αυτοκρατορίας, ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.) η Σπάρτη πολέμησε στο πλευρό του νικητή και ο Αύγουστος, όταν ανέλαβε την εξουσία, ευεργέτησε την Π.· η Σπάρτη μάλιστα κατόρθωσε να διατηρήσει την αυτονομία της μέχρι τον 3o αι. μ.Χ. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες στάθηκαν πολλές φορές ιδιαίτερα ευμενείς και αρκετές διοικητικές μεταρρυθμίσεις έγιναν κατά καιρούς με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών στην Π. Όμως η κακή διοίκηση των τοπικών αρχόντων και η οικονομική δυσπραγία, την οποία προκάλεσε η βαθμιαία φθορά του ελληνικού στοιχείου, οδήγησαν στην καθολική παρακμή. Γι’ αυτό ίσως δεν είναι περίεργο, γιατί ο Στράβων, περιγράφοντας την Π. του 1ου αι. μ.Χ., έδωσε εικόνα εγκατάλειψης και σχεδόν ολοκληρωτικής ερήμωσης· όμως είναι βέβαιο ότι η εικόνα αυτή δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Ο περιηγητής Παυσανίας στον 2o αι. μ.Χ. περιγράφει διαφορετικά τα πράγματα. Φυσικά τα μεγάλα ιερά και οι πόλεις της αρχαιότητας παρήκμασαν ή καταστράφηκαν ολοκληρωτικά, αλλά η σύγχρονη ζωή υπάρχει σε συνοικισμούς, πόλεις και ιερά.Η περιοχή, ιδιαίτερα ευαίσθητη στις σεισμικές δονήσεις, θα δοκιμαστεί πολλές φορές και κυρίως στον μεγάλο σεισμό του 375. Με τις καταστροφές αυτές, συμπληρωμένες από τα τρομερά πλήγματα των βαρβαρικών επιδρομών, θα κλείσει ο 4ος αι. και μαζί του η ρωμαιοκρατία και ο αρχαίος κόσμος. Το αρχαίο πνεύμα θα παραχωρήσει και εδώ τη θέση του στη νέα κοσμοθεωρία, τον χριστιανισμό, και ο αρχαίος κόσμος θα υποχωρήσει μπροστά στη νέα εποχή, που ανοίγει με την ίδρυση της Bυζαντινής αυτοκρατορίας.Βυζαντινοί χρόνοι. Μετά τη διαίρεση της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας σε ανατολικό και δυτικό τμήμα (395 μ.Χ.), η διοίκηση της Μακεδονίας, όπου υπάγεται η Αχαΐα, ανήκει στην επαρχία (praefectura) του Ιλλυρικού, τη μία από τις δύο επαρχία –Ιλλυρικού και Ανατολής– που αποτελούν την ανατολική αυτοκρατορία. Οι πληροφορίες που έχουμε για την Π. της πρώτης βυζαντινής περιόδου δεν είναι πολλές· χωρίς ιδιαίτερο στρατηγικό και οικονομικό ενδιαφέρον την εποχή αυτή, δεν απασχολεί τους συγγραφείς, που αντιμετωπίζουν τα κατωτικά μέρη ως υποδεέστερα. Γι’ αυτό η αρχαιολογική μαρτυρία, όταν υπάρχει, είναι πολύτιμος βοηθός.Δύο γεγονότα με ιδιαίτερη σημασία σφραγίζουν τα τελευταία χρόνια του 4ου αι.: η κατάργηση των ολυμπιακών αγώνων (393) από τον Θεοδόσιο τον Mέγα, γεγονός που συμβάλλει στην εξασθένηση της ειδωλολατρίας, και οι επιδρομές των Γότθων του Αλάριχου (395), που αφού καίνε την Κόρινθο και καταλαμβάνουν το Άργος και τη Σπάρτη, ηττώνται τελικά στη Φολόη (396) από τον Στιλίχωνα, που έρχεται από τη Δύση για να τους αντιμετωπίσει. Τον 5o αι., ενώ αρχίζει να επιταχύνεται ο εκχριστιανισμός της Π. –γεγονός που προκύπτει και από την αύξηση του αριθμού των εκκλησιών– συνεχίζονται οι βαρβαρικές επιδρομές με νέα κύματα που φτάνουν μέχρι την Π. Έτσι, οι Βάνδαλοι με τον Γιζέριχο τη λεηλατούν μεταξύ 467 και 477, ενώ τον επόμενο αιώνα, επί Ιουστινιανού (527 – 565), νέοι εχθροί, από βορρά, κυρίως οι Κουτριγούροι Ούννοι, φτάνουν μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου, τον οποίο ο Ιουστινιανός οχυρώνει. Η δοκιμασία της πόλης αυτής δεν σταματά στις επιδρομές αλλά επιτείνεται και από καταστρεπτικούς σεισμούς, που αναφέρονται και πριν και μετά την ανάρρηση του Ιουστινιανού στον θρόνο. Έτσι, ενώ μετά τους σεισμούς του 522 ο Ιουστίνος A’ ξαναχτίζει την Κόρινθο, νέος καταστρεπτικός σεισμός ακολουθεί το 551. Στους επόμενους αιώνες συνεχίζονται επιδρομές από τον βορρά και από την ανατολή. Οι λειψές όμως πληροφορίες που υπάρχουν για την Π. δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με την εκεί εγκατάσταση Σλάβων, πρόβλημα που έγινε οξύ, ύστερα από τη γνωστή θεωρία του Φαλμεράγιερ για τον εκσλαβισμό της Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. Και, ενώ η θεωρία του Φαλμεράγιερ απορρίπτεται σήμερα από τους ιστορικούς γενικά, οι γνώμες διχάζονται σχετικά με τη σημασία και τον χρόνο δημιουργίας σλαβικών εποικισμών στον ελληνικό χώρο. Ιδιαίτερα για την Π., η πιθανότερη άποψη είναι πως το σλαβικό στοιχείο εγκαθίσταται εκεί μετά τον 6o αι. και ο νομαδικός χαρακτήρας του σε συνδυασμό με τον περιορισμένο αριθμό, συντελούν στη βαθμιαία αφομοίωσή του από τον ανώτερο πολιτιστικά ελληνικό πληθυσμό. Τα σλαβικά φύλα, που αφομοιώνονται πολύ αργότερα, είναι οι Μιληγγοί του Ταϋγέτου και οι Εζερίτες της Λακωνίας, που δεν αναμειγνύονται εύκολα με τον πληθυσμό, κρατούν την αυτονομία τους αυτή επί αιώνες πληρώνοντας φόρο και αντιστέκονται με πείσμα στους Φράγκους, μετά την εγκατάσταση των τελευταίων στην Π. Πρώτη επιχείρηση εναντίον των Σλάβων της Π. –όπως άλλωστε και της υπόλοιπης Ελλάδας– οργανώνεται από την αυτοκράτειρα Ειρήνη, στα πρώτα χρόνια της αντιβασιλείας της – όταν στέλνει εναντίον τους τον Σταυράκιο (783), που τους νικά και αιχμαλωτίζει πολλούς. Η οργάνωση του θέματος της Π., που συνήθως τοποθετείται λίγο μετά τη νίκη αυτή, αποτελεί ένδειξη για το γεγονός ότι η περιοχή βρίσκεται υπό τον οργανωμένο αυτοκρατορικό έλεγχο. Όταν επί Νικηφόρου A’ οι Σλάβοι της Π. επαναστατούν (805) και με τη βοήθεια των Σαρακηνών στρέφονται εναντίον της Πάτρας, αντιμετωπίζονται με ευκολία από τους ίδιους του Πατρινούς, που νικούν τους Σλάβους πριν προλάβει να φτάσει ο στρατηγός του θέματος, που εδρεύει στην Κόρινθο, γεγονός που μαρτυρεί τον περιορισμένο αριθμό και τη μικρή δύναμη των Σλάβων της Π. Νέα αποστασία των Σλάβων επί Μιχαήλ Γ’ (842-867), η οποία συνοδεύεται από λεηλασίες, εμπρησμούς και ανδραποδισμούς, κατά τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, αντιμετωπίζεται και πάλι με επιτυχία από το κράτος. Ο 9ος και ο 10ος αι. είναι αιώνες δοκιμασιών για την Π., που υφίσταται τις επιθέσεις των Αράβων και Βουλγάρων. Οι Άραβες γίνονται πιο απειλητικοί, κυρίως μετά την κατάκτηση της Κρήτης (827), που την κάνουν ορμητήριο και ταλαιπωρούν τις πελοποννησιακές ακτές με τις αλλεπάλληλες επιδρομές τους. Επί Βασιλείου A’ οι επιδρομείς αντιμετωπίζονται από σπουδαίους ναυάρχους, τον Ωορύφα πρώτα, που μέσα σε μια νύχτα «υπερνεωλκεί» τον στόλο του από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό και αιφνιδιάζει τον εχθρό, και από τον Νάσαρ ύστερα (881), που νικά τους Άραβες κοντά στη Μεθώνη. Οι Βούλγαροι δρουν κυρίως τον 10o αι. Δεν είναι εξακριβωμένη η πληροφορία πως ο ηγεμόνας των Βουλγάρων Συμεών κατά τις επιδρομές του φτάνει έως την Π., η βουλγαρική όμως απειλή γίνεται ιδιαίτερα κρίσιμη επί Σαμουήλ, όταν, το 996, η ορμητική του κάθοδος καταλήγει στην Π. Ωστόσο η Κόρινθος αντιστέκεται και λίγο αργότερα οι Βούλγαροι ηττώνται από τον Νικηφόρο Ουρανό στη μάχη του Σπερχειού. Ο 11ος αι., παρά το γεγονός ότι η πειρατική δράση δεν έχει εκλείψει, είναι σχετικά πιο ήρεμος. Αυτό δείχνει και η οικοδομική δραστηριότητα, που εκδηλώνεται με την κατασκευή πολλών εκκλησιών. Ο 12ος αι. όμως χαρακτηρίζεται από νέες καταστρεπτικές επιδρομές, που επιχειρούν οι Νορμανδοί, ο νέος εχθρός που έρχεται από τη Δύση. Ο Ρογήρος B’, μετά την κατάληψη της Κέρκυρας (1147), κινείται τον ίδιο χρόνο εναντίον της Π., και, αφού αποτυγχάνει στην απόπειρά του να καταλάβει τη Μονεμβασία, επιστρέφει στην Π. –ύστερα από επιδρομή του στη Θήβα– επιτυγχάνει τη συνθηκολόγηση του Ακροκορίνθου, λεηλατεί την Κόρινθο και παίρνει αιχμαλώτους, κυρίως υφαντουργούς, που μεταφέρει στη Σικελία. Η παραχώρηση από τους Κομνηνούς εμπορικών προνομίων στους Βενετούς φέρνει τους τελευταίους και στα πελοποννησιακά λιμάνια. Έτσι, σε χρυσόβουλο του Αλεξίου Γ’ αναφέρονται οι πόλεις της Π. –Κόρινθος, Πάτρα, Ναύπλιο Μεθώνη κ.ά.– όπου οι Βενετοί μπορούν να εμπορεύονται με τα καθορισμένα προνόμια.Η γενική κατάσταση που χαρακτηρίζει ολόκληρη την αυτοκρατορία πριν από τη φραγκική κατάκτηση επικρατεί και στην Π. Ο κεντρικός έλεγχος ατονεί, και η λαϊκή τάξη, έρμαιο της αυθαιρεσίας των κρατικών υπαλλήλων, απροστάτευτη από τις πειρατικές επιδρομές –που στο β’ μισό του 12ου αι. εντείνονται–, θύμα της βαριάς φορολογίας, δοκιμάζει εντονότερα τις συνέπειες της παρακμής. Αντίθετα, ενισχύονται κι εδώ, εις βάρος της οικονομικοκοινωνικής ισορροπίας, οι μεγαλογαιοκτήμονες, που, με την εξασθένηση της κεντρικής εξουσίας, γίνονται συχνά ανεξάρτητοι κύριοι· τέτοια είναι η περίπτωση των Σγουρών στην Αργολίδα. Ωστόσο η Π., στους τελευταίους αιώνες πριν από τη φραγκοκρατία, παρ’ όλη την ποικιλία των εχθρών που την ταλαιπώρησαν, είχε μια αρκετά αξιόλογη εμπορική και οικονομική ανάπτυξη, με σπουδαιότερο κέντρο την Κόρινθο –όπως προκύπτει και από το πλήθος νομισμάτων του 12ου αι. κυρίως, που βρέθηκαν στις ανασκαφές– ενώ ανεπτυγμένες ήταν διάφορες βιοτεχνίες, ανάμεσα στις οποίες σημαντικότερη ήταν η υφαντουργία. Ακόμα θα πρέπει να αναφερθεί πως, ενώ η πνευματική άνθηση την εποχή αυτή περιορίζεται κυρίως στον θεολογικό τομέα, το πλήθος των βυζαντινών εκκλησιών των αιώνων αυτών αποκαλύπτει μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική ευαισθησία.Η Π. φιλοξενεί μνημεία σχεδόν όλης της ιστορικής περιόδου της Bυζαντινής αυτοκρατορίας, όπως επίσης και της φραγκοκρατίας και της τουρκοκρατίας. Παλαιοχριστιανικά μνημεία δεν σώζονται πολλά ή τουλάχιστον δεν έχουν επισημανθεί μέχρι σήμερα, παρ’ ότι ο χριστιανισμός μεταδόθηκε από τον Aπόστολο Παύλο στην Κόρινθο, ίσως από τον Aπόστολο Ανδρέα στην Πάτρα, ενώ κάποια παράδοση μιλά και για έλευση του ευαγγελιστή Λουκά, μια εικόνα του οποίου, πάντα σύμφωνα με την ίδια παράδοση, φυλάσσεται στο Μέγα Σπήλαιο. Και τα λίγα πάντως παλαιοχριστιανικά μνημεία που έχουν αποκαλυφθεί είναι ιδιαίτερα αξιόλογα, όπως η μεγάλη πεντάκλιτη, με αίθριο και βαπτιστήριο, βασιλική της Επιδαύρου (τέλος 4ου αι.) και το ακόμα μεγαλύτερο κτιριακό συγκρότημα της βασιλικής του Αγίου Λεωνίδη στο Λέχαιο, του 5ου αι., που ανασκάφηκε τα τελευταία χρόνια. Άλλες βασιλικές βρίσκονται στην Κόρινθο, στη Σικυώνα, στο Άργος, στην Ολυμπία και πρόσφατα επισημάνθηκαν στη Μάνη. Μεσολαβεί ένα κενό έως τον 10o αι. περίπου, μετά το οποίο συναντιώνται πλήθος μνημεία σε όλες σχεδόν τις πελοποννησιακές περιοχές: πρώτα πρώτα στα τρία μεγάλα βυζαντινά σύνολα της Π., τη Μάνη, το Γεράκι και τον Μιστρά, αλλά και μεμονωμένα, όπως ο Όσιος Νίκων στη Σπάρτη (10ος αι.) και η Κοίμηση στην Απιδιά Λακωνίας, επιβιώσεις και τα δύο του τύπου της βασιλικής. Αλλά ο τύπος ναού που επικρατεί στην Π. σε όλες τις παραλλαγές του είναι ο σταυροειδής εγγεγραμμένος μετά τρούλου. Επικρατεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε η Π., χωρίς να σχηματίζει ιδιαίτερη σχολή, σημειώνει ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της ελλαδικής σχολής. Τέτοιου τύπου ναοί, πέρα από το Γεράκι, τη Μάνη και τον Μιστρά, είναι η Παναγία στη Μέρμπακα και η Κοίμηση στη Χώνικα, στην Αργολίδα, η Αγία Μονή Ναυπλίου, από τις χαρακτηριστικότερες εκκλησίες ελλαδικού τύπου του 12ου αι., η Ζωοδόχος Πηγή Σαμαρίνας (11ου αι.), το καθολικό της Γαστούνης, η Παλαιοπαναγιά της Μανωλάδας, η Παναγιά και ο Ταξιάρχης στο Σοφικό (12ος-13ος αι.), και οι πεντάτρουλοι Παντάνασσα (12ος αι.) στο χωριό Γερουμάνα Μονεμβασίας, και Κοίμηση της Τεγέας, ενώ η Μεταμόρφωση Χριστιανού Τριφυλίας (11ος-12ος αι.), η Αγία Σοφία στη Μονεμβασία και οι Άγιοι Θεόδωροι στον Μιστρά αντιπροσωπεύουν τον οκταγωνικό τύπο. Στην Π. τέλος βρίσκεται και ο σχεδόν άγνωστος από άλλες περιοχές τύπος του σύνθετου ναού, βασιλική στην κάτοψη- σταυροειδής εγγεγραμμένος στο ύψος του γυναικωνίτη -που κυριαρχεί στον Μιστρά. Η τοιχοδομία των ναών είναι συνήθως πλινθοπερίκλειστη, με πλούσια συχνά κεραμοπλαστική διακόσμηση, ιδίως στην κλασική εποχή του 11oυ-12oυ αι.Ως προς τη ζωγραφική, εντύπωση κάνει η έλλειψη εντοιχίων ψηφιδωτών, ενώ αντίθετα υπάρχουν σημαντικότατες τοιχογραφίες, οι περισσότερες στην περιοχή της Λακωνίας: οι παλαιότερες, που χρονολογούνται στον 9o και 10o αι., βρίσκονται στην απομακρυσμένη Μάνη, ενώ οι τελειότερες, που αντανακλούν την τέχνη της Πρωτεύουσας και εκπροσωπούν την καλύτερη παλαιολόγεια τέχνη, βρίσκονται στον Μιστρά.Τα βυζαντινά μνημεία της Π. δέχονται επιδράσεις τόσο από τη γειτονική Αττική όσο και από την μακρινή Κωνσταντινούπολη και από την Ανατολή αλλά, κατά την τελευταία φάση, και από τη Δύση.Φραγκοκρατία. Με την κατάλυση του βυζαντινού κράτους από τους Φράγκους (1204) και την εισαγωγή του δυτικού πολιτικοκοινωνικού συστήματος της φεουδαρχίας, η Π. θα αποτελέσει ένα από τα φεουδαρχικά κρατίδια της διασπασμένης αυτοκρατορίας, και μάλιστα το καλύτερα οργανωμένο. Ιδρυτές της φραγκικής ηγεμονίας της Π. θα είναι Γάλλοι. Ο βασιλιάς της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιος ο Μομφερατικός, που αρχικά επιχειρεί ο ίδιος την κατάκτηση της Π., όταν αναγκάζεται να εγκαταλείψει την επιχείρηση για να σπεύσει στη Θεσσαλονίκη, δέχεται την πρόταση του Γάλλου Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου να αναλάβει αυτός την κατάκτηση της Π., υπό τη σημαία του επίσης Γάλλου Γουλιέλμου Σαμπλίτ, συμπολεμιστή του Βονιφάτιου στο Ναύπλιο. Η έλλειψη αρχηγού και οργανωμένης στρατιωτικής δύναμης εκ μέρους των Βυζαντινών παρέχει τη δυνατότητα στους Γάλλους να καταλάβουν με σχετική ευκολία μια σειρά πόλεων (Πάτρα, Καλαμάτα, Ανδραβίδα κλπ.). Η μόνη αξιόλογη μάχη που δίνεται στον ελαιώνα των Κουντούρων στα βορειοανατολικά σύνορα της Μεσσηνίας, όπου συγκεντρώνεται ένα σώμα πεζών και ιππέων από διάφορες πόλεις μαζί με Μιληγγούς, καταλήγει στη νίκη των σχετικά ολιγάριθμων Γάλλων ιπποτών. Ακολουθεί η κατάληψη του εσωτερικού της Π., που είναι δυσκολότερη, γιατί προβάλλεται αξιόλογη αντίσταση σε ορισμένες περιοχές, όπως π.χ. στην Ήλιδα και στην Αρκαδία. Οι πόλεις και οι άρχοντες που δέχονται να συμβιβαστούν πετυχαίνουν ορισμένα προνόμια: οι μεν πόλεις, αυτοδιοίκηση, άσκηση της δικαιοσύνης σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο κλπ., δε οι άρχοντες, διατήρηση της περιουσίας τους και των προνομίων τους, ενώ παράλληλα ο κατακτητής, ως κυρίαρχος, εισπράττει τους φόρους, εξασφαλίζει άλλες υπηρεσίες και γίνεται ιδιοκτήτης της δημόσιας περιουσίας. Όσες περιοχές καταλαμβάνονται με τα όπλα περνούν στην απόλυτη κυριαρχία του κατακτητή, που τις μοιράζει στους συνεργάτες του, σύμφωνα με το φεουδαρχικό σύστημα.Ο θάνατος του αδελφού του Σαμπλίτ –κόμη της Καμπανίας– αναγκάζει τον τελευταίο να σπεύσει στην πατρίδα του, ενώ αφήνει στην Π. βάιλο τον Βιλλεαρδουίνο που τελικά γίνεται κύριος της Π. Ο Βιλλεαρδουίνος, αξιόλογος πολιτικός και στρατιωτικός, συνέχισε την κατάληψη της Π., η οποία, εκτός από ορισμένες περιοχές και οχυρές θέσεις, περιήλθε στην εξουσία του. Το πριγκιπάτο της Αχαΐας, όπως ονομάστηκε το φραγκικό κράτος της Π., διαιρέθηκε σε 12 βαρονίες: της Καλαμάτας –που ήταν η σπουδαιότερη και είχε παραχωρηθεί από την αρχή στον Βιλλεαρδουίνο από τον Σαμπλίτ και έμεινε ιδιοκτησία της οικογένειας–, της Άκοβας, της Καρύταινας, της Πάτρας, της Βοστίτζας, των Καλαβρύτων, της Χαλανδρίτσας, της Βελίγοστης, του Νυκλίου, της Γρίτσαινας, του Γερακιού, του Πασσαρά. Οι βαρονίες με τη σειρά τους διαιρέθηκαν σε φέουδα που μοιράστηκαν όχι μόνο στους ιππότες πολεμιστές, αλλά και στους Λατίνους κληρικούς που είχαν ακολουθήσει τον φραγκικό στρατό. Έτσι, ολοκληρώθηκε η φεουδαρχική οργάνωση της Π. Ο καθολικός κλήρος πήρε από τον ορθόδοξο την περιουσία, τα εισοδήματα και πολλές από τις εκκλησίες, γεγονός που μεγάλωσε το χάσμα που υπήρχε ήδη ανάμεσα στις δύο εκκλησίες, παρ’ όλο που οι Λατίνοι κληρικοί, κινούμενοι από καθαρά κοσμικά συμφέροντα, δεν ενδιαφέρθηκαν να προσηλυτίσουν τον πληθυσμό. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως ήρθαν σε σύγκρουση και με τη φραγκική ηγεσία, ιδιαίτερα με τον Γοδεφρείδο B’ Βιλλεαρδουίνο, γιατί υποστήριξαν πως εξαρτώνται απευθείας από τον πάπα και δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν τις φεουδαρχικές τους υποχρεώσεις απέναντι στον κοσμικό ηγεμόνα. Η οργάνωση του πριγκιπάτου ήταν καθαρά στρατιωτική: οι φεουδάρχες, που βρίσκονταν σε συνεχή στρατιωτική υπηρεσία, έχτισαν οχυρωμένους πύργους στα φέουδά τους και έφεραν τα ιπποτικά ήθη της Δύσης στο ελληνικό έδαφος, ενώ η ηγεμονική αυλή χαρακτηριζόταν για τη λαμπρότητα, την κομψότητα και το ιπποτικό της πνεύμα. Η εποχή που συμπίπτει με την ανάπτυξη και την ακμή του πριγκιπάτου καλύπτεται από την ηγεμονία των τριών Βιλλεαρδουίνων, Γοδεφρείδου A’ (1210-18), Γοδεφρείδου B’ (1218-45), γιου του προηγούμενου, και Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου (1245-78), αδελφού του Γοδεφρείδου B’. Ενώ οι δύο πρώτοι ασχολούνται κυρίως με τη σταθεροποίηση της θέσης τους και την εσωτερική οργάνωση του πριγκιπάτου, που, μετά τη διάλυση του βασιλείου της Θεσσαλονίκης, θεωρείται το αξιολογότερο φραγκικό κράτος, ο Γουλιέλμος κάνει μεγαλεπήβολα σχέδια: να συμπληρώσει την κατάκτηση των οχυρών πελοποννησιακών θέσεων, που εξακολουθούν να είναι ανεξάρτητες, να γίνει επικυρίαρχος των Φράγκων ηγεμόνων των εκτός της Π., κι ακόμα να επεκτείνει τα σύνορα του πριγκιπάτου πέρα από την Π. Ενώ πετυχαίνει τους δύο πρώτους στόχους του, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της δύναμής του και της φήμης του στη Δύση, η αποτυχία του στον τρίτο στόχο –να επεκτείνει το κράτος του πέρα από τα πελοποννησιακά όρια– σημαίνει την αρχή της παρακμής του πριγκιπάτου, και παράλληλα προκαλεί την απαρχή της βαθμιαίας ανάκτησης της Π. από τους Βυζαντινούς. Ενώ, δηλαδή, πολεμάει στο πλευρό του πεθερού του Μιχαήλ B’, δεσπότη της Ηπείρου, εναντίον του αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Παλαιολόγου, στη μάχη της Πελαγονίας ο Γουλιέλμος αιχμαλωτίζεται και, για να πετύχει την απελευθέρωσή του αναγκάζεται να παραδώσει στον Μιχαήλ Παλαιολόγο τρία κάστρα: της Μονεμβασίας, που είχε καταλάβει ύστερα από αγώνα τριών ετών, της Μάνης και του Μιστρά, που ο ίδιος είχε χτίσει (σημαντικότατο γεγονός, αφού οι θέσεις αυτές θα αποτελέσουν, μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς, το ορμητήριο για την ανάκτηση της Π). Η καταπίεση από τους ξένους ηγεμόνες, που με την πάροδο του χρόνου γίνεται οξύτερη, όταν, μαζί με την αύξηση του φραγκικού πληθυσμού, αυξάνουν παράλληλα και οι απαιτήσεις του κατακτητή, μεγαλώνει τη δυσφορία του ελληνικού λαού, που συσπειρώνεται γύρω από τα ελληνικά κέντρα, και ιδιαίτερα τον Μιστρά. Η ελληνική αυτή βάση, αφού για σχεδόν πενήντα χρόνια (1262-1308) διοικείται από στρατηγό (κεφαλή), ο οποίος αλλάζει κάθε χρόνο, αποκτά μετά το 1308 μόνιμο διοικητή, που από τα μέσα του 14ου αι. γίνεται ισόβιος, και με τον τίτλο του Δεσπότη κυβερνάει το «Δεσποτάτο του Μωρέως», όπως θα ονομαστεί το ελληνικό κράτος της Π. Η οικογένεια των Καντακουζηνών πρώτα (1348-84) και των Παλαιολόγων ύστερα (1384-1460) θα κυβερνήσουν το δεσποτάτο. Έτσι, ενώ επί των τελευταίων η βυζαντινή εξουσία επεκτείνεται σε ολόκληρη την Π., το φραγκικό πριγκιπάτο, μετά τον θάνατο του Γουλιέλμου –ο οποίος είχε παραχωρήσει την επικυριαρχία του κράτους του στον Κάρολο τον Ανδηγαυικό– σιγά σιγά παρακμάζει, περνώντας διαδοχικά σε χέρια προσωρινών και τυχάρπαστων ηγεμόνων, με πιο εύγλωττη περίπτωση τυχοδιωκτισμού, στα τέλη του 14ου αι., την εταιρεία των Ναβαρραίων. Μόνο η Μεθώνη και η Κορώνη, που από τα πρώτα χρόνια της φραγκοκρατίας είχαν περιέλθει στους Βενετούς, εξακολουθούν να κατέχονται και μετά τη βυζαντινή επικράτηση στην Π. από τους κατακτητές, οι οποίοι στα τέλη του 14ου αι. (1388) αποκτούν και το Ναύπλιο, το οποίο κρατούν έως το 1540, οπότε περιέρχεται στους Τούρκους μαζί με τη Μονεμβασία, που είχε γίνει βενετική κτήση το 1462. Τα αλβανικά στίφη, που αρχίζουν να εγκαταθίστανται στην Πελοπόννησο περίπου από τα μέσα του 14ου αι., συμπληρώνουν την ποικιλία των λαών που, πριν από τους Τούρκους, έρχονται ως επιδρομείς ή ως κατακτητές στο πελοποννησιακό έδαφος.Νεότεροι χρόνοι – τουρκοκρατία. Οι πρώτες τουρκικές επιδρομές στην Π. έγιναν τα έτη 1379, 1400 και 1401. Προετοίμασαν το έδαφος για την ολοκληρωτική κατάκτηση της περιοχής, την οποία δεν κατάφεραν να αναδιοργανώσουν οι Έλληνες δεσπότες Παλαιολόγοι και τα λείψανα της φραγκοκρατίας προκειμένουν να αντιμετωπίσουν την οθωμανική πλημμυρίδα,. Στις αρχές του 15ου αι. ηγεμονική θέση στην Π. καταλαμβάνει ο γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ B’ Παλαιολόγου Θεόδωρος B’, δεσπότης του Μιστρά το 1407-43. Το 1415 ο αυτοκράτορας θα φροντίσει για την ίδρυση του Εξαμιλίου, ενός τείχους κοντά στην Κόρινθο, που αποσκοπούσε στον αναχαιτισμό των τουρκικών επιθέσεων. Το «φράγμα» αυτό εξουδετερώθηκε εύκολα από τον Τουραχάν Μπέη το 1423, ο οποίος προέλασε έως τον Μιστρά αναγκάζοντας τον Θεόδωρο να γίνει φόρου υποτελής στον σουλτάνο Μουράτ B’ (1404-51). Τότε πραγματοποιήθηκαν αθρόες σφαγές των Αλβανών της Π. και η αιχμαλωσία περίπου 60.000 Πελοποννησίων. Τα γεγονότα επέσπευσαν την επέμβαση του αυτοκράτορα Μανουήλ και του Ιωάννη Παλαιολόγου στην Π., που κατέληξε στην ενσωμάτωση και των τελευταίων υπολειμμάτων των φραγκικών κρατιδίων στο ελληνικό δεσποτάτο. Τα αδέλφια του Ιωάννη, Θεόδωρος, Θωμάς και Κωνσταντίνος, ανέλαβαν τελικά τη διακυβέρνηση των πελοποννησιακών κτήσεων του Βυζαντίου (υπήρχαν και περιοχές που ανήκαν στη Βενετία). Η έλλειψη ωστόσο καλής συνεργασίας μεταξύ των τριών αδελφών προκάλεσε σύντομα την πολιτική διάσπαση της Π. Το 1443 ο Κωνσταντίνος –ο ικανότερος από τους τρεις και μετέπειτα αυτοκράτορας (τελευταίος) της Κωνσταντινούπολης (1449-53)– ενσωμάτωσε τις κτήσεις του Θεόδωρου και έγινε κύριος του μεγαλύτερου μέρους της Π. Ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να καλύψει τις οχυρωματικές ανάγκες της επικράτειάς του, συμπληρώνοντας το τείχος του Εξαμιλίου και επεκτείνοντας την πολιτική του εξουσία έως την Αττική, καθιστώντας φόρου υποτελή τον δούκα των Αθηνών Νέριο B’ Ατσαγιόλι (1435-39 και 1441-51).Το 1446 άρχισε η μεγάλη τουρκική επίθεση εναντίον του δεσποτάτου. Επικεφαλής των οθωμανικών δυνάμεων είναι ο ίδιος ο Μουράτ B’: διασπά την άμυνα στο Εξαμίλι, προχωρά προς τα Δ έως τη Γλαρέντζα, λεηλατεί και καταστρέφει μερικά κέντρα της περιοχής (Boστίτζα – Αίγιο, Πάτρα) και παγιώνει την τουρκική κυριαρχία στο βορειοδυτικό και βορειοανατολικό τμήμα της Π. Ο Τουραχάν Μπέης εξάλλου συμπλήρωνα το έργο του Μουράτ, βαδίζοντας προς τον νότο. Μετά την αναχώρηση του Κωνσταντίνου για την Κωνσταντινούπολη (1449) και την Άλωση (1453), την Π. μοιράστηκαν ως φόρου υποτελείς στον σουλτάνο οι αδελφοί Θωμάς και Δημήτριος. Στα χρόνια που ακολούθησαν την Άλωση επικράτησε στην Π. φοβερή αναστάτωση, ανταρσίες Αλβανών (Π. Μπούας) και Μανιατών (Μ. Καντακουζηνός-Γκίνας) και εισβολές τουρκικών σωμάτων (Τουραχάν). Η εκκρεμότητα έληξε μετά την εκστρατεία του ίδιου του σουλτάνου Μεχμέτ (Μωάμεθ) B’ του Πορθητή (1451-81) το 1458-60.Σοβαρές επιπτώσεις στην ιστορία της Π. είχαν οι πρώτοι βενετοτουρκικοί πόλεμοι. Στον πρώτο (1463-79) έλαβαν μέρος αρκετοί Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί και επίλεκτα σώματα Ελλήνων και Αλβανών stradioti (Μιχαήλ Ράλλης, Πέτρος Μπούας, Κροκόδειλος Κλαδάς κ.ά.). Μετά τη λήξη του πολέμου ακολούθησαν οι πρώτες ομαδικές έξοδοι των Πελοποννησίων προς τα γειτονικά Επτάνησα (κυρίως προς τη Ζάκυνθο) και προς την Κρήτη. Ο δεύτερος βενετουρκικός πόλεμος (1499-1502) είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη εκ μέρους των Οθωμανών της Ναυπάκτου (1499), της Μεθώνης, της Κορώνης και του Ναβαρίνου (1500). Μοναδικές βενετικές θέσεις στην Π. παρέμειναν πλέον το Ναύπλιο και η Μονεμβασία. Το 1537 ξέσπασε ο τρίτος βενετοτουρκικός πόλεμος (1537-40), επί σουλτάνου Σουλειμάν του Μεγαλοπρεπούς: με τη λήξη του παραδίδονται στους Τούρκους το Ναύπλιο και η Μονεμβασία, γεγονός που προκαλεί νέα έξοδο των Πελοποννησίων προς την Κρήτη και τα Επτάνησα. Πριν από την ειρήνη σημειώθηκε στη νοτιοδυτική Π. η πρόσκαιρη ισπανική κατοχή της Κορώνης, της Ανδρούσας και μερικών ακόμα οχυρών τόπων, που περιήλθαν στις δυνάμεις του Ανδρέα Ντόρια και των εκπροσώπων του αυτοκράτορα Καρόλου E’ (1500-58). Η εγκατάλειψη της Κορώνης από τις χριστιανικές δυνάμεις, με τις οποίες είχαν συμπράξει και οι Πελοποννήσιοι, προκάλεσε νέα ομαδική μετανάστευση των κατοίκων προς την Κάτω Ιταλία αυτή τη φορά, όπου ιδρύθηκαν ελληνικές παροικίες στη Σικελία και στη Νάπολη.Μετά την έκρηξη του τουρκοβενετικού πολέμου για την Κύπρο (1570-71), η Π. έγινε κέντρο έντονων επαναστατικών κινήσεων, με πρωτοστάτες τους μητροπολίτες Πατρών Γερμανό A’ και Μονεμβασίας Μακάριο Μελισσουργό (Μελισσηνό) και επαναστατικά κέντρα τη Μάνη και την περιοχή του Αιγίου. Μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (7 Οκτωβρίου 1571) η Π. θα γίνει το μόνιμο ορμητήριο των προσπαθειών για την εκδίωξη των Οθωμανών και ο στόχος σχεδόν όλων των σχεδίων για ένοπλες επεμβάσεις ευρωπαϊκών δυνάμεων στην ελληνική χερσόνησο. Έτσι, Πελοποννήσιοι οργανώνουν τις κινήσεις για την πραγματοποίηση των σχεδίων του δούκα του Νεβέρ (αρχές 17ου αι.), τις επαφές των Ελλήνων με τους Ισπανούς του βασιλείου της Νάπολης και της Σικελίας (επίσκοποι Μάνης, αρχιεπίσκοποι Λεκεδαίμονος κλπ.) και τη συνεργασία των Μανιατών με τους Βενετούς κατά την εποχή του Κρητικού πολέμου (1645 – 1669). Κατά τον 17o αι. υπάρχουν πληροφορίες για την επικράτηση στην Π. του θεσμού των αρματολών. Το 1685 αρχίζουν οι επιχειρήσεις των Βενετών εκεί, ύστερα από τη συγκρότηση του Ιερού Συνασπισμού του Λιντς (1684). Αρχιστράτηγος των βενετικών δυνάμεων (που αποτελούνταν κυρίως από Γερμανούς μισθοφόρους, αλλά και Έλληνες επαναστάτες) ορίστηκε ο ένδοξος υπερασπιστής του Χάνδακα (Ηρακλείου) Φραγκίσκος Μοροζίνι (1611 – 1694), ο οποίος με τρεις διαδοχικές εκστρατείες (1685, 1687) κυρίευσε ολόκληρη την Π., εκτός από την Μονεμβασία, που έπεσε αργότερα (1690). Μετά την επικράτηση των Βενετών, ο Μοροζίνι, ο οποίος τιμήθηκε για τις νίκες του με τον τίτλο «Πελοποννησιακός», συνέχισε τις επιχειρήσεις του στην Αττική και στη Χαλκίδα, αλλά χωρίς επιτυχία. Μόνο η Π. έμεινε σε χέρια χριστιανικά με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), αλλά και αυτή έως το 1715, οπότε πέρασε και πάλι στην τουρκική κυριαρχία (1715 – 1821). Κατά το διάστημα της βενετικής κατάκτησης η Π. αναδιοργανώθηκε διοικητικά και οικονομικά: ονομάστηκε Regno di Morea και χωρίστηκε σε τέσσερις νομούς: τη Ρωμανία (με πρωτεύουσα το Ναύπλιο), την Αχαΐα (με πρωτεύουσα την Πάτρα), τη Μεσσηνία (με πρωτεύουσα την Καλαμάτα) και τη Λακωνία (με πρωτεύουσα τον Μιστρά). Ο πληθυσμός της (80.000 κάτ.) ενισχύθηκε με εποικισμούς Αθηναίων, Κρητικών, κατοίκων από διάφορα νησιά (Αίγινα, Χίο κλπ.) και Βενετών. Η τάξη και το ενιαίο διοικητικό σύστημα απέδωσαν ικανοποιητικά αποτελέσματα στο εμπόριο και στα δημόσια έσοδα, αλλά η μεροληψία των Βενετών έναντι της ορθόδοξης Εκκλησίας αποξένωσε τους Πελοποννησίους από τους νέους κυριάρχους τους.Αυτή η έχθρα των ντόπιων προς τους Βενετούς υποβοήθησε την ανακατάληψη της Π. από τους Τούρκους, που έγινε μέσα σε λιγότερο από τρεις μήνες (70 μέρες). Κατά τον ίδιο πόλεμο, πέρασαν στα τουρκικά χέρια και άλλες παλαιές βενετικές κτήσεις, η Λευκάδα, τα Κύθηρα και τα κρητικά νησιά-φρούρια της Σούδας και της Σπιναλόγγας. Η επικύρωση της κατάκτησης της Π. από τους Τούρκους έγινε με τη συνθήκη του Πασάροβιτς (1718).Με τη δημιουργία των νέων συνθηκών ειρήνης στη Βαλκανική και στην ανατολική Μεσόγειο αρχίζει και στην Π. μια περίοδος σχετικής ηρεμίας και εμπορικοοικονομικής ανάπτυξης. Η κοινοτική διοίκηση προάγεται, το εμπόριο και η ναυτιλία ακμάζουν, ιδρύονται σχολεία και η εθνική συνείδηση τονώνεται. Ωστόσο, παράλληλα προς τις θετικές αυτές εξελίξεις, σημειώνονται κατά την ίδια περίοδο και εποχές σιτοδείας και πανούκλας (ιδίως το 1754, 1788 και 1790). Στα τέλη του 18ου αι. αρχίζει νέα περίοδος επαναστατικού οργασμού στην Π. Τον εντείνουν οι προπαγανδιστικές ενέργειες των πρακτόρων της Ρωσίας, η οποία, ήδη από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου (1682 – 1725), προσπαθεί να υποκαταστήσει τη βενετική επιρροή για να εξυπηρετήσει τα επεκτατικά της σχέδια στην οθωμανική αυτοκρατορία. Αποκορύφωμα των επαναστατικών ενεργειών των Πελοποννησίων είναι τα λεγόμενα ορλωφικά, οι κοινές επιχειρήσεις Ελλήνων και Ρώσων υπό τις διαταγές των αδελφών Ορλώφ, κατά το 1769-70. Την αποτυχία των ενεργειών εκείνων ακολούθησε μια τρομακτική εκστρατεία περίπου 8.000 Τουρκαλβανών, ο οποίοι, με αρχηγό τον Χατζή Οσμάν, πέρασαν από φωτιά και σίδερο όλη την Π. Οι σφαγές των χριστιανικών πληθυσμών κατέληξαν και σε βιαιοπραγίες εναντίον των Τούρκων. Όταν πια οι Τουρκαλβανοί κατάντησαν πραγματική μάστιγα, η Πύλη διάταξε και φρόντισε για την πλήρη εξολόθρευσή τους. Οι καταστροφές της εποχής των ορλωφικών προκάλεσαν μεγάλες μετακίνησεις του πελοποννησιακού πληθυσμού, που ζήτησε καταφύγιο είτε στα ορεινά είτε σε άλλες επαρχίες της αυτοκρατορίας, κυρίως στα παράλια της Μικράς Ασίας. Η αλβανοκρατία και η μετανάστευση προκάλεσαν τότε σοβαρά προβλήματα στην οικονομία και στη δημογραφική εξέλιξη της Π. Η ειρήνη ωστόσο που ακολούθησε –περίπου από το 1780 ως το 1821– βοήθησε τη χώρα να ανασυντάξει τις δυνάμεις της και να γνωρίσει νέα περίοδο ευημερίας. Πάντως, οι παλιές παραγωγικές εργασίες των κατοίκων είχαν πια περιέλθει σε παρακμή, ιδίως η παραδοσιακή μεταξοπαραγωγή, η κτηνοτροφία και η ελαιοπαραγωγή. Ωστόσο, η οικονομική εξέλιξη παρουσίασε μερικά ευοίωνα σημεία, γεγονός που οφείλεται στην εμπορική ελευθερία που ακολουθούσε η Τουρκία. Η ελευθερία αυτή ακριβώς επέτρεψε την ευνοϊκή επίδραση και στην Π. των διεθνών γεγονότων των αρχών του 19ου αι. Στα τελευταία χρόνια του 18ου και στα πρώτα του 19ου αι., το εμπόριο της Π. περιήλθε σχεδόν αποκλειστικά σε ελληνικά χέρια. Ιδιαίτερη θέση κατέλαβαν οι Υδραίοι, οι Σπετσιώτες, οι Πατρινοί, οι Koρωναίοι και οι Μιστριώτες. Το 1815 η ενασχόληση των Ελλήνων προκρίτων της Π. με το εμπόριο είχε γίνει πια γενικός κανόνας. Αλλά η οικονομική αυτή ακμή δεν οδήγησε στη δημιουργία ιδιαίτερης πελοποννησιακής αστικής τάξης. Λίγοι ήταν οι Πελοποννήσιοι που εργάζονταν σε μεγάλα κέντρα του εξωτερικού (Βιέννη κλπ.) ή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Κωνσταντινούπολη).Οι αναστατώσεις της αλβανοκρατίας στην Π. οδήγησαν στην αναβίωση και στην αύξηση των κλεφτών και αργότερα του αρματολισμού. Σε αντίθεση με τους προκρίτους (που, εξαιτίας της συμμετοχής τους στα επαναστατικά κινήματα, έχαναν περιουσία, ζωή και επιρροή), οι κλέφτες έβγαιναν σχεδόν πάντοτε κερδισμένοι από τις αναστατώσεις εκείνες, παρά τις εξαιρέσεις των καταδιώξεων του Παναγιώταρου και του Κολοκοτρώνη. Από τις δεκάδες τα ονόματα των κλεφταρματολών της εποχής θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ τον Ζαχαριά, τον Γιώργα, τον Μέλιο, τους Πετιμεζαίους, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Συνωμοτικές κινήσεις παρουσιάστηκαν κατά την εποχή της δράσης του Λάμπρου Κατσώνη και της περιήγησης στη Μάνη των απεσταλμένων του Βοναπάρτη, των Kορσικανών αδελφών Στεφανόπουλων (Stephanopoli). Το 1801 η γαλλική προπαγάνδα και η ενίσχυση των Μανιατών με πολεμοφόδια οδήγησε στις πρώτες εντυπωσιακές επαναστατικές ενέργειες του Ζαχαριά, ο οποίος προσαγορεύθηκε πια «αρχιστράτηγος Πελοποννήσου». Η Υψηλή Πύλη αντέδρασε έγκαιρα και προσπάθησε να αποκαρδιώσει τους Μανιάτες από κάθε είδους αντιτουρκική ενέργεια. Ταυτόχρονα άρχισε και η συστηματική δίωξη των κλεφτών (κυρίως του Κολοκοτρώνη και των Πετιμεζαίων), οι οποίοι τελικά, γύρω στο 1805, ξεριζώθηκαν σχεδόν τελείως από τα πελοποννησιακά τους ορμητήρια.Γύρω στο 1807 ο Αλή-πασάς κατόρθωσε να επεκτείνει την επιρροή του και στην Π., με τον διορισμό του γιου του Βελή πρώτα ως μουχαφούζη των πελοποννησιακών φρουρίων και έπειτα ως βαλή όλης της Π. Η πολιτεία του Βελή Πασά στην Π. χαρακτηρίζεται από σταθερότητα, φιλελληνισμό και προαγωγή της οικονομικής δύναμης των προκρίτων. Δόθηκαν άδειες για την ίδρυση εκκλησιών και σχολείων, και αποδιδόταν δικαιοσύνη εξίσου σε κυρίαρχους και ραγιάδες. Μετά την απομάκρυνση του Βελή από την Π. (Αύγουστος 1812) άρχισαν να εμφανίζονται εκεί σοβαρά κρούσματα κομματικής εμπάθειας, που υπονόμευσαν τις ελληνικές θέσεις. Ο Δεληγιάννης αποτέλεσε στην αρχή τον ευνοούμενο πρόκριτο των Τούρκων, για να καταλήξει (Μάρτιος 1816) στην εκτέλεση του ίδιου και στη δίωξη των οπαδών του.Στις παραμονές της Επανάστασης του 1821 η δύναμη των προκρίτων είχε ήδη υποχωρήσει σημαντικά· μόνο στη Μάνη διατηρούσε την ανεξαρτησία του και την αναμφισβήτητη επιρροή του ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Η προετοιμασία του απελευθερωτικού αγώνα στην Π. έγινε με ιδιαίτερη επιμέλεια, επειδή η περιοχή αυτή είχε σχεδόν πάντοτε το ρόλο της αφετηρίας κάθε επαναστατικής προσπάθειας και επειδή εδώ η τουρκική παρουσία δεν ήταν τόσο επιβλητική όπως στις άλλες ελληνικές επαρχίες. Έτσι, η Επανάσταση είχε την Π. ως σπουδαιότερο θέατρο των επιχειρήσεων και ως ορμητήριο των ελληνικών επιθέσεων. Το 1825 ήταν σχεδόν ελεύθερη (εκτός από την Πάτρα, τη Μεθώνη, την Κορώνη), όταν άρχισε η εκκαθαριστική εκστρατεία των αιγυπτιακών δυνάμεων του Ιμπραήμ πασά, που επί τρία σχεδόν χρόνια κατέστρεφε ό,τι με κόπο είχαν δημιουργήσει οι Πελοποννήσιοι πριν και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Τη λήξη της τουρκο-αιγυπτιακής κατοχής της Π. σήμανε η ναυμαχία του Ναβαρίνου (Οκτώβριος 1827). Η ολοκλήρωση της πελοποννησιακής ελευθερίας πραγματοποιήθηκε μετά την άφιξη των γαλλικών δυνάμεων του Μεζόν (Αύγουστος 1828). Με την άφιξη του Καποδίστρια η ιστορία της Π. εισήλθε πια στην τελική της φάση, που την ένωσε με τον υπόλοιπο κορμό του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Η Π. παρέμενε ακόμα ο πυρήνας και το σπουδαιότερο στήριγμα του νέου κράτους. Και το έργο της αντιβασιλείας εγκαινιάστηκε από την Π., στο έδαφος της οποίας βρισκόταν και η πρώτη πρωτεύουσα, το Ναύπλιο. Το γεγονός ότι στην Π. στηρίχτηκε ένα μεγάλο μέρος των ελπίδων για την απελευθέρωση και την εθνική αποκατάσταση χρωμάτισε έντονα την πολιτική και διοικητική ζωή της χώρας, φαινόμενο που εξακολουθεί να διατηρεί τις εκδηλώσεις του ως τις μέρες μας.Μάνη. Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νότιας Πελοποννήσου, η οποία εκτείνεται πάνω στη μεσαία χερσόνησο που σχηματίζει ο ορεινός όγκος του Ταΰγετου και καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο, χωρίζοντας συμβατικά το Αιγαίο από το Ιόνιο. Aπό το νομό Λακωνίας περιλαμβάνει τις επαρχίες Γυθείου, Οιτύλου και μερικά χωριά του νοτιοδυτικού τμήματος της επαρχίας Λακεδαίμονας, και από το νομό Μεσσηνίας το νοτιοανατολικό τμήμα της επαρχίας Καλαμών.Αρχικά το όνομα Μ. αναφερόταν σε πολύ περιορισμένη έκταση, ως έδρα επισκόπου την εποχή του Λέοντα του Σοφού (886-912) ή ίσως μόνο σε ένα κάστρο, το κάστρο της Μάνης ή Μαΐνης (γαλλικά le Magne), που έχτισε ο Βιλλεαρδουίνος το 1248. Κατά τις τελευταίες πριν από την ίδρυση του ελληνικού βασιλείου δεκαετίες την έννοια Μάνη περιγράφει ο Μανιάτης ποιητής Νικήτας Νηφάκος. Αργότερα η λέξη Μάνη σήμαινε συχνά τον τόπο όπου έζησαν ελεύθεροι άνθρωποι κατά την περίοδο της δουλείας.Χαρακτηριστικά της μορφολογίας της Μάνης είναι το τραχύ, άνυδρο και άγονο έδαφος, το τραχύ κλίμα τον χειμώνα και το θερμό το καλοκαίρι. Απομονωμένη και δυσπρόσιτη καθώς είναι στην άκρη της Πελοποννήσου, σχεδόν πάντοτε ελεύθερη από κατακτητές και κλειστή στις ξένες επιδράσεις, κατοικημένη από την παλαιολιθική εποχή, όπως απέδειξαν τα πρόσφατα ευρήματα στο σπήλαιο Αλεπότρυπα, η Μάνη διατηρεί, όσο ελάχιστες περιοχές της χώρας, μια αδιάσπαστη συνέχεια από τους παλαιολιθικούς χρόνους έως την εποχή μας. Η απομόνωσή της από το υπόλοιπο μέρος, η ιδιότυπη γεωμορφολογία της και γενικότεροι ιστορικοί λόγοι είχαν ως αποτέλεσμα να αναπτυχθεί ένας τοπικός πολιτισμός, έκφραση του οποίου αποτελούν, εκτός των άλλων, οι ισχυρές παραδόσεις, η παλαιά κοινωνική οργάνωση και τα λαϊκά αρχιτεκτονικά έργα.Ιστορικά στοιχεία. Σε γενικές γραμμές η ιστορία της Μάνης εντάσσεται στην ιστορία της Πελοποννήσου. Ανθρώπινες εγκαταστάσεις διαπιστώνονται από την παλαιολιθική εποχή – πόλεις της Μάνης αναφέρει πρώτη φορά ο Όμηρος: Μέσση, Βοίτυλον, Καρδαμύλη, Ενόπη κ.ά. Αργότερα η ιστορία της Μάνης ταυτίζεται με την ιστορία της Σπάρτης, για να διαχωριστεί όταν ιδρύθηκε το «Κοινόν των Λακεδαιμονίων», ο ιδιότυπος πολιτικός οργανισμός που ίδρυσαν οι παραλιακές κυρίως πόλεις της Λακωνικής όταν αποσπάστηκαν από τη σπαρτιατική τροχιά και ο οποίος από το 22 π.Χ. μετονομάστηκε σε «Κοινόν των Ελευθερολακώνων» και έζησε έως τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ.Η φραγκική κατάκτηση της Πελοποννήσου φέρνει στα βουνά της Μάνης κι άλλους πρόσφυγες. Αλλά η φραγκοκρατία περνάει ειρηνικά για την περιοχή· οι ηρωικές εξεγέρσεις θα αρχίσουν με την τουρκοκρατία, κατά την οποία φτάνουν στη Μάνη νέοι φυγάδες, ακόμα κι από τη Μικρά Ασία, αλλά κυρίως από την Κρήτη, όταν την πήραν οι Τούρκοι από τους Βενετούς (1669). Οι Κρητικοί φυγάδες χτίζουν χωριά με κρητικά ονόματα και σκορπίζουν στη μανιάτικη διάλεκτο κρητικές λέξεις και ιδιωματισμούς. Έτσι στα μανιάτικα επώνυμα που λήγουν σε -έας και -άκος προσθέτονται πολλά νέα με την κατάληξη -άκης (αν και η κατάληξη αυτή προϋπήρχε στη Μάνη σε μικρό ποσοστό). Αλλά το μεγάλο αυτό ρεύμα των φυγάδων δημιουργεί προβλήματα: το άγονο έδαφος της περιοχής δεν τους φτάνει για να ζήσουν κι αρχίζει ένας σκληρός αγώνας για ζωτικό χώρο ανάμεσα σε οικογένειες και ολόκληρα χωριά, αγώνας που κάποτε παίρνει τη μορφή αληθινού τοπικού πολέμου. Η βεντέτα θα αναταράσσει τη Μάνη για αιώνες. Για μεγάλο διάστημα το μόνο που θα μπορούσε να τους ενώσει ήταν μια τουρκική εισβολή. Πολλοί φεύγουν για να υπηρετήσουν μισθοφόροι του δόγη κι άλλοι γίνονται πειρατές, αρκετοί από τους οποίους έχουν κίνητρα πατριωτικά στις ενέργειές τους (μανιάτικα πυρπολικά κατέστρεψαν μέρος του οθωμανικού στόλου στα Χανιά).Από τις μεταναστεύσεις Μανιατών της περιόδου αυτής χαρακτηριστικότερες είναι δύο οικογενειών από το Οίτυλο: των Γιατριάνων, που έφυγαν το 1670 και εγκαταστάθηκαν στο Λιβόρνο, όπου αφομοιώθηκαν από τους Ιταλούς κατοίκους της περιοχής, και των Στεφανόπουλων, που έφυγαν το 1675 και κατάληξαν στην Καργκέζη της Κορσικής, όπου διατήρησαν τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμά τους και είναι και σήμερα ακόμα γνωστοί ως «Έλληνες».Στα μέσα του 17ου αι. οι Τούρκοι αποφάσισαν να αφήσουν τους Μανιάτες ανενόχλητους υπό τη διακυβέρνηση ενός μπέη, περίπου κατά το πρότυπο των οσποδάρων της Μολδοβλαχίας, με έναν ονομαστικό ετήσιο φόρο, που σπάνια πληρωνόταν. Μετά το πείραμα όμως που έκαναν με τον πρώτο μπέη της Μάνης, τον δυναμικό, φιλόδοξο και αδίστακτο Λυμπεράκη Γερακάρη, που πολεμούσε άλλοτε για τους Τούρκους κι άλλοτε για τους Βενετούς, διέκοψαν για εκατό περίπου χρόνια την εφαρμογή του θεσμού, για να τον επαναφέρουν μετά τα ορλωφικά. Έτσι, από το 1776 έως το 1821 η Μάνη κυβερνήθηκε διαδοχικά από οκτώ μπέηδες: Τζανέτος Κουτήφαρης (1776-78)· Μιχαήλμπεης Τρουπάκης (1778-81)· Τζανέτ-μπεης Καπετανάκης Γρηγοράκης (1782-97)· Παναγιώτης Κουμουνδούρος (1798-1802)· Aντών Μπεης Γρηγοράκης (1803-10)· Κωνσταντίνος Ζερβάκος, Ζερβόμπεης (1810-11)· Θεοδωρόμπεης Γρηγοράκης (1811-15)· Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (1815-21), σημαντικότεροι από τους οποίους ήταν ο Τζανέτ-μπεης Γρηγοράκης και Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Ο πρώτος συνέδεσε το όνομά του με την εξόντωση της τουρκικής φρουράς του Πασσαβά, την επέκταση της βορειοανατολικής Μάνης, την αναγέννηση της πόλης του Γυθείου, τις συναντήσεις με τους Έλληνες οπλαρχηγούς και τον Λάμπρο Κατσώνη και με τις συνεννοήσεις αρχικά με τους Ρώσους και μετά με τον Ναπολέοντα για την απελευθέρωση της Ελλάδας ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης είναι συνδεδεμένος με την ηγεσία του απελευθερωτικού αγώνα του 1821. Με την άφιξη του Όθωνα οι Μανιάτες αντέδρασαν στη διοικητική και οικονομική αφομοίωσή τους με το υπόλοιπο ελληνικό κράτος, αντιστάθηκαν και νίκησαν τους Βαυαρούς που είχαν σταλεί για να επιβάλουν τις θελήσεις της κυβέρνησης. Τελικά όμως επήλθε ένας συμβιβασμός και η Μάνη ειρήνευσε.Βυζαντινές εκκλησίες. Η πληροφορία του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου ότι οι κάτοικοι του κάστρου της Μαΐνης «Έλληνες προσαγορεύονται διά το εν τοις προπαλαιοίς χρόνοις ειδωλολάτρας είναι και προσκυνητάς των ειδώλων κατά τους παλαιούς Έλληνας, oίτινες επί της βασιλείας του αιοιδίμου Βασιλείου βαπτισθέντες χριστιανοί γεγόνασιν...», σύμφωνα με την οποία ο εκχριστιανισμός της Μάνης τοποθετείται στο τέλος του 9ου αι., σχεδόν είχε αποκλείσει την ύπαρξη στη Μάνη μνημείων των παλαιοχριστιανικών χρόνων. Οι έρευνες όμως της τελευταίας εικοσαετίας έφεραν στο φως στοιχεία που κλονίζουν την ακρίβεια της πληροφορίας του Πορφυρογέννητου. Επισημάνθηκαν τρεις βασιλικές στην Κυπάρισσο, κοντά στο χωριό Άλικα: του Αγίου Ανδρέα, 6ου αι., του Μοναστηρίου, 5ου-6ου αι., και του Αγίου Πέτρου, από την οποία σώζεται τμήμα της κόγχης του ιερού σε ύψος 5-6 μ. Σε μεταγενέστερη εποχή, αλλά πάντως πριν από τη μακεδονική δυναστεία, χρονολογείται και μια μικρή μονοκάμαρη, μισογκρεμισμένη τώρα, εκκλησία κοντά στο χωριό Κοίτα, αφιερωμένη στον Άγιο Προκόπιο. Η παλαιότερη φάση της ζωγραφικής διακόσμησης είναι ανεικονική και μπορεί να χρονολογηθεί στους χρόνους της εικονομαχίας.Η Μάνη είναι διάσπαρτη από μικρά μονοκάμαρα εκκλησάκια, χτισμένα από μεγάλες πέτρες χωρίς λάσπη ή τούβλα, σαν προϊστορικά κτίσματα. Η χρονολόγησή τους δεν είναι εύκολη, αλλά πάντως πρέπει να τοποθετηθούν πριν από τον 11o αι. Σε μερικές σώζονται και τοιχογραφίες. Ιδιαίτερα αξίζει να μνημονευτεί ο Άγιος Παντελεήμων των Μπουλαριών, μια μικρή (2,85 x 5,80 μ.) εκκλησία, της οποίας οι τοιχογραφίες είναι ακριβώς χρονολογημένες με επιγραφή στο έτος 991-992, εποχή κατά την οποία σπανίζουν οι χρονολογίες. Από τον 11o αι. όμως και μετά σώζονται πλήθος μνημείων, με πολύ ενδιαφέρον τόσο για την αρχιτεκτονική όσο και για τη ζωγραφική τους. Η ύπαρξη τόσο πολλών εκκλησιών στη σκληρή, βραχώδη και άξενη αυτή γη είναι ένα φαινόμενο που περιμένει την ερμηνεία του από τους ερευνητές.Ο αρχιτεκτονικός τύπος που γενικά επικρατεί είναι ο σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο σε όλες του τις παραλλαγές (δικιόνιος, τετρακιόνιος, μονόκλιτος), επιβιώνουν όμως και μικροί μονοκάμαροι ναοί με περισσότερο επιμελημένη τη μεγαλιθική τοιχοποιία τους, όπως ο Άγιος Ιωάννης Πύργου Διρού κ.ά., ενώ ο Άγιος Πέτρος, κοντά στον Πύργο Διρού, που χρονολογείται γύρω στο 1000, είναι χτισμένος σε σχήμα ελεύθερου σταυρού. Πολλές εκκλησίες της Μάνης είναι χτισμένες στον τύπο του δικιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου: ο Ταξιάρχης του Γκλέζου, κοντά στον Πύργο Διρού, του 11ου αι., με μαρμάρινους ελκυστήρες στο εσωτερικό, που αναφέρουν μάλιστα και το όνομα του μαρμαρά· η Σωτείρα της Γαρδενίτσας, του 11ου αι., με χαρακτηριστικό προστώο και ωραία διαβάθμιση των όγκων, αντανάκλαση της τέχνης της Κωνσταντινούπολης, και με τοιχογραφίες μάλλον λαϊκού χαρακτήρα. Από τις πιο αξιόλογες είναι η εκκλησία του Άι-Στράτηγου, του 11ου αι., στο χωριό Μπουλαριοί, γιατί σώζει σχεδόν ολόκληρο τον ζωγραφικό της διάκοσμο, που ανήκει όμως σε διάφορες εποχές και κυρίως στον 12o-13o αι. Πλούσιο και υψηλής ποιότητας, ζωγραφικό διάκοσμο, έργο πιθανώς ζωγράφων φερμένων από την Πρωτεύουσα, διατηρεί ο ναός της Επισκοπής του 12ου αι., κοντά στο χωριό Κοίτα. Οι Άγιοι Θεόδωροι, στο χωριό Βάμβακας, αποτελούν αντιπροσωπευτικό αρχιτεκτονικό δείγμα της ελλαδικής σχολής στη Μάνη και είναι η μόνη ακριβώς χρονολογημένη (1075) εκκλησία της εποχής αυτής. Τέλος, στον 12o αι. χρονολογείται η Αγία Βαρβάρα στο χωριό Έρημη, από τις ωραιότερες εκκλησίες της Μ. Άλλες αξιόλογες εκκλησίες είναι των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, η Τρουλωτή, όπως είναι περισσότερο γνωστή, στην Κοίτα, του 12ου αι., με ωραία και πλούσια διακοσμημένη τοιχοδομία· η Βλαχέρνα, του 12ου αι., από την οποία έχουν αφαιρεθεί οι κίονες· ο ναός των Ταξιαρχών στη Χαρούδα και ο Άγιος Ιωάννης στα Κέρια, του 13ου αι., ο οποίος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον επειδή στην εξωτερική τοιχοποιία του έχουν χρησιμοποιηθεί αρχαία ανάγλυφα.Πύργοι. Οι πύργοι της M. αποτελούν ιδιότυπη και μοναδική στην Ελλάδα κατηγορία λαϊκών αρχιτεκτονικών έργων. Η ακριβής καταγωγή της μορφής τους δεν είναι βεβαιωμένη, αλλά η ομοιότητά τους προς αντίστοιχες μορφές που υπάρχουν στην Ιταλία, όπως στο Σαν Τζιμινιάνο, δικαιολογούν την πιθανότητα μιας τέτοιας επιρροής. Ως εξήγηση θα πρέπει να θεωρηθεί η μετάβαση Μανιατών εκεί και η παραμονή τους ως στρατιωτών, δηλαδή μισθοφόρων, στον στρατό της Βενετίας ή άλλων ιταλικών πόλεων. Αλλά οπωσδήποτε, η ύπαρξή τους στη M. είναι φανερό πως δικαιολογείται και από τις συνθήκες, δηλαδή από την ανάγκη της απόκρουσης των Τούρκων που μάταια επεχείρησαν να την καταλάβουν, και από το ίδιο το κοινωνικό σύστημα που επικρατούσε στην περιοχή, τη διάκριση σε πατριές και τους εξοντωτικούς μεταξύ τους αγώνες. Έτσι, εκτός από τους πύργους που είναι χτισμένοι σε διάφορα στρατηγικά σημεία, στενά και περάσματα –που είναι και οι παλαιότεροι και αποβλέπουν στην άμυνα του συνόλου– υπάρχουν εκατοντάδες άλλοι ιδιωτικοί πύργοι στη Μάνη, είτε μεμονωμένοι είτε και σε μεγάλες ομάδες, μέσα δηλαδή στους οικισμούς, που αποκτούν έτσι και μια εντελώς ιδιότυπη και χαρακτηριστική φυσιογνωμία, όπως τα χωριά Βάθεια, Κοίτα και Νόμια, στα οποία σώζονται πολλοί ακόμα πύργοι.Οι πύργοι της Μάνης είναι κατασκευές λιθόδμητες και πολυώροφες. Το ύψος τους φτάνει κάποτε τα 20 μ. και περιλαμβάνουν 4 και 5 ορόφους. Ανάλογα με το μέγεθός τους σε κάτοψη είναι δυνατό να περιλαμβάνουν ολόκληρη την κατοικία ή να αποτελούν το οχυρωμένο τμήμα της, που υψώνεται μέσα από την περιτοιχισμένη αυλή. Τότε ο πύργος κατοικείται μόνο από αυτούς που τον φρουρούν, δηλαδή τους άντρες της οικογένειας, και διαφεντεύει τα σπίτια που είναι γύρω του, δηλαδή τα σπίτια της πατριάς. Οι συνήθεις διαστάσεις κάτοψης αυτού του είδους πύργων είναι περίπου 4 x 4 μ.· στις πλευρές τους έχουν μικρά ανοίγματα που χρησίμευαν για πολεμίστρες και για την παρακολούθηση των κινήσεων του αντιπάλου. Στην κορυφή τους εξάλλου φέρουν πολλές φορές εξέχοντα κυκλικά ή πολυγωνικά παρατηρητήρια και το δώμα τους περιβάλλεται από ψηλό στηθαίο. Τα ανοίγματα φέρουν συνήθως μια πλάκα εξωτερικά ώστε ο εχθρός να μην μπορεί να σημαδέψει το άνοιγμα (τα ανοίγματα αυτά λέγονται και πετρομάχοι). Τα μεταξύ των χαμηλότερων ορόφων δάπεδα στηρίζονται κάποτε πάνω σε θόλους, ενώ των ανώτερων είναι πάντοτε ξύλινα και η μεταξύ τους επικοινωνία γίνεται με ξύλινες σκάλες. Οι παλαιότεροι πύργοι ήταν χτισμένοι με ξερολιθιά, χωρίς κονίαμα, δε φαίνεται όμως να είχαν μεγάλη αντοχή, και οι σεισμοί συχνά τους κατάστρεφαν. Οι νεότεροι όμως, από τον 18o αι. κι έπειτα, είναι χτισμένοι με ασβεστοκονίαμα και είναι πολύ ανθεκτικότεροι, ενώ οι γωνίες τους είναι προσεκτικά κατασκευασμένες με μεγάλα αγκωνάρια.Η σημασία του πύργου και η αξία της οικογένειας που τον κατείχε είχαν να κάνουν με το ύψος του. Πολλές φορές ισχυρές οικογένειες δεν επέτρεπαν σε άλλες, λιγότερο σημαντικές, την ανέγερση ψηλού πύργου και άλλοτε επέβαλλαν το χαμήλωμα ή την κατεδάφισή του. Άλλωστε οι μακροχρόνιοι και αιματηροί οικογενειακοί αγώνες είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή πολλών πύργων. Η υπονόμευση και η ανατίναξη ήταν γνωστά μέσα και σήμαιναν την κατάρρευση όχι μόνο του πύργου, αλλά και του οικογενειακού γοήτρου.Μετά την Επανάσταση του ’21 εμφανίστηκαν και πύργοι μεγαλύτερων διαστάσεων, με περισσότερα και μεγαλύτερα ανοίγματα, που θα μπορούσαν να ονομαστούν πυργόσπιτα. Η κατασκευή πύργων στη Μάνη, και των δύο ειδών, συνεχίστηκε σχεδόν έως τα τέλη του 19ου αι. και σταμάτησε καθώς η κρατική εξουσία επιβλήθηκε σιγά σιγά και αντικατέστησε το πατριαρχικό καθεστώς της περιοχής.Οι πύργοι της Μάνης, περίπου οκτακόσιοι και σκορπισμένοι στα χωριά, στα βουνά και στα ακρογιάλια και σε κάθε επίκαιρο σημείο, αποτελούν αξιόλογα λαϊκά αρχιτεκτονικά έργα, υπαγορευμένα κυρίως από τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες του τόπου.Παραδόσεις. Κάθε νέο κύμα προσφύγων που έφτανε στη Μάνη καθώς η Ελλάδα καταλαμβανόταν διαδοχικά από τους Τούρκους, τους Φράγκους ή τους Βενετούς, έπρεπε είτε να υποταγεί στους προύχοντες του τόπου είτε να τους πολεμήσει για να αποκτήσει την τοπική κυριαρχία. Εκείνοι που υπερίσχυαν ονομάζονταν νυκλιάνοι και οι άλλοι, οι υποτακτικοί, αχαμνόμεροι ή φαμέλιοι. Το όνομα νυκλιάνος πιστεύεται ότι προήλθε από τους κατοίκους της μεσαιωνικής πόλης Νύκλι, που εγκαταστάθηκαν στην Κοίτα και ίδρυσαν μια μορφή φεουδαρχίας στη Μάνη. Οι νυκλιάνοι κατοικούσαν στα ψηλότερα μέρη και στα ψηλότερα σπίτια, τους πύργους· οι αχαμνόμεροι ήταν υποχρεωμένοι να ζουν κοντά στους πύργους των νυκλιάνων, για τους οποίους δούλευαν και πολεμούσαν. Με τον καιρό η δύναμη των νυκλιάνων απέκτησε τη σφραγίδα της συνέχειας, η περηφάνεια της καταγωγής τους μεγάλωσε και σιγά σιγά δημιουργήθηκαν σόγια. Με την αύξηση του πληθυσμού συχνά κατοικούσαν στη Μέσα Μάνη δύο νυκλιάνικες οικογένειες στο ίδιο χωριό, που η καθεμία προσπαθούσε να κυριαρχήσει. Στην Έξω Μάνη η φεουδαρχική ιεραρχία είχε ηπιότερη μορφή. Στο κλίμα αυτό των σκληρών αγώνων επικράτησης μεταξύ των οικογενειών, αναπτύχθηκε η βεντέτα, που αφορούσε αρχικά το σόι ή την οικογένεια και όχι το άτομο. Ήταν η τιμωρία μιας πράξης που είχε γίνει σε βάρος της οικογένειας και την οποία αποφάσιζε ψύχραιμα ένα οικογενειακό συμβούλιο. Δεν ήταν απαραίτητο να τιμωρηθεί προσωπικά ο ένοχος της πράξης. Η βεντέτα μπορούσε να στραφεί και εναντίον άλλου μέλους της αντίπαλης οικογένειας. Συχνά στόχος ήταν η ολοκληρωτική εκμηδένιση της αντίπαλης οικογένειας. Το πρώτο χτύπημα δεν γινόταν ποτέ απροειδοποίητα. Η πλευρά που προκαλούσε κήρυττε επίσημα τον πόλεμο, χτυπούσαν οι καμπάνες, τα δύο αντίπαλα μέρη πήγαιναν στους πύργους τους κι από κει και πέρα κάθε μέσο καταστροφής ήταν επιτρεπτό. Ο ουδέτερος πληθυσμός του χωριού στο διάστημα αυτό ή κρυβόταν ή απομακρυνόταν όσο να τελειώσει ο μικρός πόλεμος. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο κώδικας της βεντέτας επέτρεπε μια προσωρινή ανάπαυλα, την τρέβα, την εποχή του οργώματος, της σποράς, του θερισμού, του αλωνίσματος και όταν μάζευαν τις ελιές. Τα αντιμαχόμενα μέρη δούλευαν τότε σε γειτονικά χωράφια με νεκρική σιγή και τη νύχτα εφοδίαζαν τους πύργους με τρόφιμα και πυρομαχικά. Ο αγώνας ξανάρχιζε μόλις τέλειωνε η συγκομιδή. Μια περιορισμένη ανακωχή μπορούσε επίσης να γίνει όταν ένα μέλος των αντιπάλων οικογενειών είχε βαφτίσια, γάμο ή κάτι ανάλογο. Ο συνηθέστερος φυσικά τρόπος με τον οποίο τέλειωναν αυτές οι συγκρούσεις ήταν η εκμηδένιση της μιας μερίδας, οπότε τα υπολείμματά της σκορπίζονταν σε άλλα χωριά, αφήνοντας τους πύργους και τα χωράφια τους στον νικητή, ο οποίος έμενε αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος, ώσπου μια άλλη νυκλιάνικη οικογένεια να καταορθώσει να συγκεντρώσει ή να δημιουργήσει αρκετή δύναμη για να τον προκαλέσει. Μπορούσε όμως και να μείνει, αν ήθελε, στο χωριό η νικημένη παράταξη, αν ζητούσε από τον νικητή συγγνώμη με ένα καθορισμένο τελετουργικό τυπικό. Τα πράγματα ήταν απλούστερα στις περιπτώσεις φόνων δίχως γενικότερες προεκτάσεις, οπότε, ύστερα από μια καθορισμένη διαδικασία, απλούστερη από την προηγούμενη, ο μετανοημένος φονιάς γινόταν ο ιδιαίτερος προστάτης και ευεργέτης της οικογένειας που αδίκησε. Όλα αυτά τα θέματα τα τακτοποιούσε ένα τοπικό συμβούλιο, η Γεροντική, μοναδικός θεσμός, υπό τον μπέη ή τον αρχικαπετάνιο, που φρόντιζε για την τάξη στη Μάνη. Ένα γεγονός που μπορούσε να συμβιβάσει τα αντιμαχόμενα μέρη ήταν η τουρκική απειλή. Η πιο μακρόχρονη ανακωχή ήταν η γενική τρέβα που ζήτησε ο Μαυρομιχάλης την παραμονή του πολέμου της Ανεξαρτησίας. Οι αντιδικίες πάντως συνεχίστηκαν και μετά την απελευθέρωση, αλλά σιγά σιγά οι προκαταλήψεις και οι διακρίσεις μεταξύ νυκλιάνων και υποτακτικών διαλύονταν· η παράδοση της βίας όμως, έστω και χωρίς πια τους μεγάλους πολέμους των νυκλιάνων, δεν έπαψε αμέσως. Περιορισμένη, με μεμονωμένες εκδηλώσεις, συνεχίστηκε έως τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Σήμερα φυσικά όλα αυτά αποτελούν αναμνήσεις μιας άλλης εποχής.Ένα από τα χαρακτηριστικότερα έθιμα της Μάνης είναι τα μοιρολόγια, η μόνη μορφή λαϊκής ποίησης στην περιοχή. Το μοιρολόι αρχίζει με το ξενύχτισμα του νεκρού, συνεχίζεται όταν το φέρετρο μεταφέρεται στην εκκλησία, αντικαθίσταται με ένα σπασμωδικό κλάμα μέσα στην εκκλησία την ώρα της ακολουθίας, γίνεται εντονότερο στο δρόμο προς το νεκροταφείο, όπου ενώνεται με τις φωνές των συγγενών του νεκρού, και αποκορυφώνεται μπροστά στον τάφο. Τα μανιάτικα μοιρολόγια είναι μεγάλοι επικήδειοι έμμετροι ύμνοι, στους οποίους ο κλασικός δεκαπεντασύλλαβος του δημοτικού τραγουδιού έχει αντικατασταθεί με δεκαεξασύλλαβο στίχο. Οι μοιρολογήτρες, μερικές από τις οποίες κάνουν μεγάλα ταξίδια για να θρηνήσουν έναν μακρινό συγγενή τους ή κάποτε και ανθρώπους που δεν συνάντησαν ποτέ, αυτοσχεδιάζουν βασικά τα μοιρολόγια τους δίπλα στον νεκρό, με βάση ορισμένες τυπικές φράσεις που επαναλαμβάνονται σταθερά.
Πύργος στο χωριό Νόμια της Μέσα Μάνης.
Ένας καλά διατηρημένος πύργος της Μάνης.
Ο πύργος Τζανετάκη, στο νησί Κρανάη, χτισμένος το 18ο αιώνα.
Ο Ναός των Αγίων Σέργιου και Βάκχου, γνωστός περισσότερο ως «Τρουλωτή», κοντά στο χωριό Κοίτα της Μέσα Μάνης. Χρονολογείται στον 12ο αιώνα.
Η Μάνη συγκεντρώνει το μεγαλύτερο σύνολο βυζαντινών εκκλησιών στην Πελοπόννησο, μετά το Μιστρά και το Γεράκι. Ο Αη-Στράτηγος στους Μπουλαριούς, του 11ου αιώνα.
Η βασιλική του Άγιου Πέτρου στην Κυπάρισσα, του 5ου-6ου αιώνα.
Η μονή Αγνούντας, στην Αργολίδα.
Η μονή Λουκούς, στην Κυνουρία. Χρονολογείται μάλλον στη μεταβυζαντινή εποχή και στο καθολικό της σώζει πλούσιο τοιχογραφικό διάκοσμο λαϊκής έμπνευσης, που μπορεί να χρονολογηθεί στο 17o ή το 18o αιώνα.
Ο Άγιος Βασίλειος Κορινθίας
Το Αλεποχώρι στην Αρκαδία.
Άποψη του Καστορείου Λακωνίας (φωτ. ΑΠΕ).
Ανδριάντας του Στάικου Σταϊκόπουλου στο κέντρο του Ναυπλίου (φωτ. ΑΠΕ)
Άποψη του βράχου της Μονεμβασιάς.
Το φράγκικο κάστρο του Χλεμουτσίου στην Ηλεία, από τα σπουδαιότερα της Ελλάδας, χτίστηκε από τον Βιλλεαρδουίνο το 1221-23.
Τμήμα του φράγκικου κάστρου που οχύρωνε το λιμάνι της Μεθώνης.
Η Κοίμηση της Θεοτόκου στο Χώνικο Αργολίδας (αρχ. 12ου αι.) θεωρείται από τα καλύτερα δείγματα σταυροειδούς ναού, με ωραίες αναλογίες και πλινθοπερίκλειστη τοιχονομία.
Η Κοίμηση στην Ασπιδιά Λακωνίας, τρίκλιτη βασιλική μεσοβυζαντινής περιόδου.
Άποψη του Αργολικού κόλπου από την πόλη του Ναυπλίου (φωτ. ΑΠΕ).
To Μπούρτζι, φρούριο έξω από λιμάνι του Ναυπλίου (φωτ. ΑΠΕ).
Ο ναός της Παναγίας στη Μέρμπακα Αργολίδας (μες. 12ου αι.), με πληνθοπερίκλειστη τοιχοδόμηση και ζωφόρους από μαίανδρους.
Λεπτομέρεια ψηφιδωτού δαπέδου από ρωμαική οικία στο Άργος, όπου ο μήνας Ιανουάριος εικονίζεται σαν Ρωμαίος αξιωματούχος να σκορπίζει νομίσματα (Αρχαιολογικό Μουσείο, Άργος).
Η Κοίμηση της Θεοτόκου στην Τεγέα, γνωστή ως «Παλαιά Επισκοπή» (αρχ. 12ου αι.).
Κεφαλή από την Ολυμπία. Ταυτίζεται με σφίγγα, ίσως από ακρωτήριο του θησαυρού της Γέλας. θεωρείται εξαίρετο δείγμα πηλοπλαστικής των χρόνων γύρω στο 502 π.Χ. (Μουσείο Ολυμπίας).
Το κάτοπτρο της φωτογραφίας είναι του κορινθιακού εργαστηρίου (560-550 π.Χ.). Οπωσδήποτε δεν είναι αντικείμενο καθημερινής χρήσης, αλλά αφιέρωμα, σε ιερό της Αφροδίτης, η λατρεία της οποίας ήταν πολύ διαδομένη στην Κόρινθο. Στο δεξί χέρι η κόρη κρατούσε περιστέρι. Αυτό, σε συνδυασμό με τη θέση του αριστερού χεριού κάτω από το ένδυμα και την παρουσία των ερώτων που περιβάλλουν το ανθέμιο κάτω από το δίσκο, επιβεβαιώνουν την υπόθεση της προέλευσης του από ιερό της Αφροδίτης (Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).
O Οινόμαος και ο Πέλοπας είναι τα δύο πρόσωπα του δράματος, που εικονίζει το ανατολικό αέτωμα του ναού του Δia στην Ολυμπία (περί το 460 π.Χ,), Η μυθική αρματοδρομία μεταξύ του βασιλιά της Πίσας και του διεκδικητή της διαδοχής του είναι το αρχέτυπο των αγώνων των αρμάτων, που παρακολουθούσαν κάθε τέσσερα χρόνια οι θεατές των Ολυμπιάδων (Μουσείο Ολυμπίας).
O Οινόμαος και ο Πέλοπας είναι τα δύο πρόσωπα του δράματος, που εικονίζει το ανατολικό αέτωμα του ναού του Δia στην Ολυμπία (περί το 460 π.Χ,), Η μυθική αρματοδρομία μεταξύ του βασιλιά της Πίσας και του διεκδικητή της διαδοχής του είναι το αρχέτυπο των αγώνων των αρμάτων, που παρακολουθούσαν κάθε τέσσερα χρόνια οι θεατές των Ολυμπιάδων (Μουσείο Ολυμπίας).
To μαρμάρινο σύμπλεγμα του Μουσείου των Δελφών, που εικονίζει τους γνωστούς από τον Ηρόδοτο Αργείους αδελφούς Κλέοβι και Βίτωνα, είναι έργο καλλιτέχνη της πατρίδας των δύο ηρώων και χρονολογείται γύρω στο 600 π.Χ. Η επιγραφή διάσωσε το όνομα του γλύπτη Πολυμήδη (Μουσείο Δελφών).
Πιθοειδές αγγείο των υστεροελλαδικών II χρόνων, κοσμημένο με τα τυπικά μοτίβα της εποχής, το «βραχοειδές» λεγόμενο κόσμημα, φύλλα κισσού και κρίνους. (Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).
Χρυσό δαχτυλίδι από σπίτι της Τίρυνθας, έξοχο δείγμα της μυκηναϊκής χρυσοχοΐας. Η θεά κάθεται σε θρόνο, με μυκηναϊκό ένδυμα, ενώ τέσσερις δαίμονες με μορφή λιονταριού προσέρχονται κρατώντας οινοχόες, για να γεμίσουν το κύπελλο της. (Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).
Πώρινη αναθηλατική στήλη από τον τάφο V του κύκλου Α των Μυκηνών (1580-1500 π.χ.), με σκηνή κυνηγιού, από τα παλαιότερα δείγματα Ελληνικής γλυπτικής. (Αθηνά, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).
Ο θολωτός τάφος του Βαφειού, κοντά στις Αμυκλές Λακωνίας, χτισμένος με μικρές λαξευμένες πέτρες, χρονολογείται στη Μυκηναϊκή ΙΙ περίοδο (1450 π.χ.).
Νέολιθικό είδωλο της θεάς της Γονιμότητας από τη Σπάρτη. Τά χέρια είναι κάτω από τους μαστούς και οι εγχάρακτοι βραχίονες δηλώνουν χρονολόγηση στην πρώιμη νεολιθική περίοδο . Ο πόλος στο κεφάλι υποδηλώνει τη θεική υπόσταση της μορφής (Αθηνά, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).
Πανοραμική άποψη του Βαλτετσίου.
Καλλιέργειες σε θερμοκήπια στη περιοχή της Ηλείας.
Ο Πηνειός ή Ποτάμι της Γαστούνης.
Ο ιστορικός Ευρώτας, που διαρρέει όλη τη Λακωνία και χύνεται στο Λακωνικό κόλπο.
Ο Αλφειός ή Ρουφιάς, ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός της Πελοποννήσου.
Ο Λάδωνας, παραπόταμος του Αλφειού, που τροφοδοτεί μια τεχνητή λίμνη και κινεί υδροηλεκτρικό σταθμό. Ο ποταμός αυτός είναι από τους σημαντικότερους της περιοχής.
Ο οικισμός της Καιρύταινας με το φράγκικο κάστρο που δεσπόζει στην κορυφή του λόφου.
Ορεινό τοπίο στην κεντρική Πελοπόννησο.
Ο Πάρνωνας, οροσειρά, παράλληλη σχεδόν προς τον Ταΰγετο (1935μ.), αρχίζει ΝΑ της Τρίπολης και καταλήγει στο Μαλέα.
Ο Χελμός ή Αροάνια, με κορυφή ύφους 2341 μ., που υψώνεται στο κέντρο σχεδόν της Πελοποννήσου.
Ο Ταΰγετος, το ψηλότερο βουνό της Πελοποννήσου (2.407 μ.).
Ο Ερύμανθος (2224 μ.), δυτικά του Χελμού.
IIΦωτογραφία της Πελοποννήσου από δορυφόρο (NASA, www.earth.jsc.nasa.gov).
Τίτλος δύο εφημερίδων.1. Πολιτική εφημερίδα (1881-1917), με έδρα την Πάτρα.2. Πολιτική εφημερίδα (1860-74), με έδρα την Καλαμάτα.* * *η, ΝΜΑγεωγραφικό διαμέρισμα τής Ελλάδας το οποίο βρίσκεται στη νότια ηπειρωτική περιοχή της.[ΕΤΥΜΟΛ. < Πέλοψ, -οπος + νῆσος (πρβλ. χερσόννησος)].
Dictionary of Greek. 2013.